Ευπροσάρμοστος απαξιωτικός χαρακτηρισμός που μπορεί να σημαίνει βλάχος, χαζός, ηλίθιος, άσχετος κτλ.
δες και τυρόβλαχος.
- Ααα, εδώ ήταν τελικά;
- Τύρο...(Τηλεφωνική συνομιλία)
- Έλα ρε...
- Έλα τύρο, τι λέει;
Ευπροσάρμοστος απαξιωτικός χαρακτηρισμός που μπορεί να σημαίνει βλάχος, χαζός, ηλίθιος, άσχετος κτλ.
δες και τυρόβλαχος.
- Ααα, εδώ ήταν τελικά;
- Τύρο...
(Τηλεφωνική συνομιλία)
- Έλα ρε...
- Έλα τύρο, τι λέει;
Got a better definition? Add it!
Μόνος. Χωρίς γκόμενα /-ο.
- Θα σκάσεις με την Μαρία το βράδυ;
- Όχι θα είμαι σόλο.
- Παίζει καμιά γκόμενα αυτή την περίοδο;
- Μπα, Χαν Σόλο είμαι.
Got a better definition? Add it!
Είμαι εξαιρετικά ανήσυχος. Θέλω επειγόντως κάτι να γίνει. Πάω γυρεύοντας.
Τώρα τι θες; Ψάχνεσαι να τις φας;
Ψάχνομαι για σχέση. Βαρέθηκα να είμαι χαν σόλο.
Got a better definition? Add it!
Η γκόμενα η οποία ψάχνεται.
Για εξαιρετικά ακραίες περιπτώσεις, από το αγγλικό desperate σε συνδυασμό με την γνωστή ταινία.
- Τι ντεσπεράντο είναι αυτή η Αλέκα ρε μαλάκα. Με παίρνει συνέχεια για να βγούμε αλλά είναι μπαζόμπαζο.
- Καλά, ναυάγιο αυτό το μπαρ, τίγκα στη ντεσπερίλα είναι.
Got a better definition? Add it!
Συνηθίζεται για να οριοθετήσει την εκκίνηση μίας μάλλον επίπονης και μακράς προσπάθειας όπως χάσιμο βάρους, κόψιμο του τσιγάρου κλπ.
Στατιστικά, εννέα στις δέκα φορές αυτή η προσπάθεια είναι κουβάς.
- Ρε μαλάκα τι χοντρολίπαρος που είσαι, δεν κάνεις καμία δίαιτα;
- Από Δευτέρα...
Got a better definition? Add it!
Αυτός που επιδεικνύει υπερβολικό χαϊλίκι.
Ο γουόναμπι, ο φλάσυ, ο μαλλί, γυαλί και παντελόνι Lee, εν γένει αυτός που πουλάει αέρα (συνήθως κοπανιστό). Από το αγγλικό wazzaaa (= what's up).
Σημ. Σαν υπερθετικός, έχει ειπωθεί και ο γουαζάμπι (wasabi).
- Κοίτα το γουαζά με το Φερραρικό στην πλατεία.
Βλ. και σχετικά λήμματα πολ μουρ, πουλ μουρ, Paul Moore, πουλάω μούρη
Got a better definition? Add it!
Για να δηλώσει ότι κάτι είναι κοινό, στη μέση, για όλους.
Πολυφορεμένη λέξη σε μεζεδοπωλεία, ταβέρνες και όπου παίζει τρελή μασαμπούκα.
(Συνομιλία πελάτη-σερβιτόρου σε ταβέρνα)
- Δυο τζατζίκια, τρεις πατάτες, μία τυροκαυτερή, μια χωριάτικη, ένα σαγανάκι και ένα λουκάνικο για τη σέντρα και ότι πάρουμε ατομικά.
- Παιδιά είναι πολλά δε θα τα φάτε...
- Ηρέμησε...
Got a better definition? Add it!
Υπερβολικά δύσκολο, με πολλά εμπόδια. Λέγεται για θέματα εξετάσεων κλπ. Κάτι που είναι και πολύ μανίκι.
- Τι έπεσε φέτος Ιστορία;
- Όλα τα παλούκια πέσανε, ούτε τη βάση δεν πιάνω.
- Πολύ παλούκι αυτή η πίστα, δεν την παλεύω.
Βλ. και σχετικά λήμματα γαμήσια, λούκι, το, κανάλι, το
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται με το ρήμα «πηγαίνω» για να δηλώσει παταγώδη αποτυχία. Η αποτυχία μπορεί να προέρχεται σε κάποιες εξετάσεις, σε ένα άθλημα, σε μια σχέση.
Όταν όλα τελικά κατέληξαν στον κουβά.
Got a better definition? Add it!
Μονάδα μέτρησης μήκους. Για πολύ κοντούς ανθρώπους.
- Ρε τη τάπα που είναι αυτή η Μαρία.
- Ναι, ένα κι ένα μίλκο είναι.
Got a better definition? Add it!