Κορασίς πρόθυμη όπως καταπιεί τα άπαντα εξερχόμενα εκ του ανδρικού μορίου κατά την ολοκλήρωση της σεξουαλικής διαδικασίας. Διψασμένη σφόδρα για το ανδρικό σπέρμα, το οποίο καταναλώνει όσο συχνότερα και σε όσο μεγαλύτερες ποσότητες βρίσκει και μπορεί. Τρόπω τινά, νυμφομανής με το σπέρμα ή αλλιώς σπερμοδουλάρα.

Μάγκα μου η Μαρίτσα είναι μία καταπιόλα... σκέτη σπερμοστραγγίχτα... ούτε για τα μάτια του κόσμου δεν άφησε μία σταγόνα. Έγλυψε και το πιάτο μετά. Σου λέω μου τον έκανε λαμπίκο.

Τα πίνω όλα, τα πίνω όλα, χάπια, ουίσκυ και κόκα κόλα (από Galadriel, 05/03/09)

Βλ. και σχετικά λήμματα σπερμοδιψής, ο, σπερματοδιψάζουσα, η, σπερματοζητιάνα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified