Το καταφανώς και αρρήτως κατεξοχήν σεξουαλικό σχολικό παιχνίδι, κατά το οποίο ρίχνει ο ένας στον άλλον νερό μέχρι να γίνουν όλοι μούσκεμα και να φανεί το σώμα κάτω από το βρεμένο ρούχο (βυζιά, κοιλιές, κοιλιακοί, κώλοι) ή μέχρι να καταρρεύσει η κόμμωση και να βγουν στη φόρα τα πεταχτά αυτιά, ή μέχρι να κλάψει ο άλλος από τα νεύρα του επειδή δεν ήθελε να βραχεί το καινούργιο του τζην ή μέχρι να πεθάνεις από τα γέλια επειδή ανήκεις στους ευτυχείς που περνούν καλά με το παιχνίδι αυτό καθότι πέφτει και κανα υγρό μπαλαμούτι πι τη ευκαιρία...

Το μπουγέλο γίνεται με βόμβες νερού (σακούλες γεμισμένες με νερό που πετάγονται από το μπαλκόνι στον τυχαίο περαστικό, λ.χ.), με μάνικα, με ένα ποτηράκι του θεού, με οτιδήποτε μπορεί να περιλαμβάνει ικανή ποσότητα νερού ώστε να γίνει η δουλειά.

Όμως είναι και πράξη επιθετική, όταν το κάνουμε με στόχο την προσβολή ή την αποδοκιμασία του άλλου (πχ στο γήπεδο).

Ρήμα: μπουγελώνω, ουσ. μπουγέλωμα / μπουγέλο
Συνώνυμο κατά live-pedia: μαστελώνω.

Ερμηνεία / ετυμολογία κατά Τριανταφυλλίδη:
1. ο κουβάς. 2. κατάβρεγμα κάποιου με νερό
[ιταλ. (διαλεκτ.) *buiello (πρβ. βεν. bugiol «μικρό δοχείο για ποτά», ιταλ. bugliolo (ναυτ. όρος) «κάδος από ξύλινες λουρίδες»)]

- Πώς είσαι έτσι;!
- Άσε ρε πστ, τη μπουτάνα μου μέσα, κάποιο κωλόπαιδο την είχε στήσει στο μπαλκόνι μιας πολυκατοικίας, και κει που πέρναγα από κάτω μου σκάει ένα μπουγέλο φίλε μου, πώς δεν το σκότωσα το αρχίδι...
- Αχαχαχαχα!! καλά ρε μαλάκα, πώς κάνεις έτσι, τα ξέχασες αυτά που κάναμε εμείς παλιά; Γέρασες!

o ορισμός του μπουγέλου στο punda beach της Πάρος.  (από johnblack, 29/08/09)(από ironick, 30/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Τα λιμενικά τέλη που εισπράττονται από το Λιμενικό Ταμείο.

  2. Ο χρόνος που χρειάζεται ένα πλοίο για να μπει ή να βγει από το λιμάνι, πέρα από τον καθαυτό πλου.

  3. Τα γαλλικά.

  1. «Είμαστε εδώ για να διαμαρτυρηθούμε επειδή από τους τέσσερις μήνες που πληρώναμε «λιμανιάτικα» τώρα μας υποχρεώνουν να πληρώνουμε οχτώ που σημαίνει ότι θα πληρώνουμε τα διπλά», έλεγε ο Δημήτρης Γκαλιμανάς, επίτιμος πλέον πρόεδρος του Σωματείου παράκτιων αλιέων «Άγιος Νικόλαος». (από την χιώτικη εφημερίδα Η Αλήθεια)

  2. - Πόση ώρα κάνει για μέσα;
    - Πενήντα λεπτά.
    - Με τα λιμανιάτικα ή όχι;
    - Α, δεν ξέρω.

  3. Τα μιλάει καλά τα λιμανιάτικα η κυρία...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βαθμοφόρος του στρατού και των σωμάτων ασφαλείας γενικά. Φοράει γαλόνια που, όσο περισσότερα είναι, τόσο σημαντικότερος ποζάρει. Κάποτε τα γαλόνια τραβούσαν τις γυναίκες, τώρα υποτίθεται ότι όχι, αλλά μην τις πιστεύετε. Πάντως, η διαφορά είναι ότι δεν κάνουν πια κρα να παντρευτούν αξιωματικό.

Σύμφωνα με την livepedia / Ερμής, είναι και ο κατασκευαστής γαλονιών.

  1. Στέκεται ο γαλονάς μπροστά μας...και λέει
    - ΡΙΧΤΕ!!!!!
    Εμείς, για να φανούμε καλοί, γιατί είχαμε καταλάβει, ότι κάτι μεγάλο θά΄ναι αυτός, πήραμε φόρα, και πετάξαμε τις ψεύτικες χειροβομβίδες, όσο πιό μακρυά μπορούσαμε....και μετά ετοιμαστήκαμε να πάμε να τις πάρουμε πίσω...Οπότε ο γαλονάς μας λέει...
    - ΨΑΡΑΚΕΣ...ΟΧΙ ΒΑΔΗΝ.....ΜΕ ΕΡΠΕΙΝ ΘΑ ΤΙΣ ΠΑΡΕΤΕ.....
    (από μπλογκ)

  2. - «Ρε Πέτρο και συ οπλίτης είσαι στα χαρτιά, τί σ' έπιασε και κατάντησες χειρότερος κι από γαλονά; Εσένα το συμφέρο σου με τους φαντάρους είναι. Δες πόσες υπηρεσίες κάνεις εσύ και πόσες ο υπολοχαγός...» ίδρωνε να λέει ο δικηγόρος (...)

Ν. Σαραντάκος, ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΠΟΨΙΛΩΣΗ (Ιστορίες Του Στρατού)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ευχή που δίνουν για την επομένη, όταν πρόκειται περί μεγάλης γιορτής (πχ Δεκαπενταύγουστος). Λέγεται κυρίως στην Αχαΐα.

- Άντε παιδιά, καλό τριήμερο και καλή αυριανή!
- Στω, θείε, επίσης...

Με την μαύρη έννοια... (από Khan, 27/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κατεξοχήν (ψευδο-) άθλημα των νεόπλουτων πρωτευουσιάνων που οργώνουν τα εναπομείναντα δάση για να σακατέψουν ό,τι περισσεύει εντός τους, κάνοντας, κατά την χειμερινή κυρίως περίοδο, νούμερα με τα μεγάλου κυβισμού αγροτικά τους, στα σημεία όπου υπάρχουν λασπώδη μέρη μέσα στα βουνά, κοντά σε ποτάμια, σε υποχιονισμένα σημεία, ή όπου αλλού.

- Πού πήγατε το σαββατοκύριακο;
- Μαλάκα, περάσαμε γαμώ. Πήγαμε για λασπάδες στον Ταΰγετο.
- Μάστα.

Got a better definition? Add it!

Published

Το (μη αγροτικό) 4Χ4 μεγάλου κυβισμού, όχημα που έχει κατακλύσει την Αθήνα τα τελευταία χρόνια, τεκμήριο νεοπλουτισμού και βλαχιάς -εξού και η παρομοίωση με αγροτικό. Νομίζω το πρωτο-είπε ο Λαζό, δεν είμαι σίγουρη.

Εδώ που τα λέμε βέβαια, πιο χρήσιμο είναι αυτό το αυτοκίνητο στους αθηναϊκούς δρόμους με τους τάφους τους, παρά στους επαρχιακούς χωματόδρομους, στους οποίους πας μια χαρά και με ένα απλό ψηλολάβαλο αμαξάκι.

- Πάμε για ψώνια στην Κολωνάκα;
- Τι, πάλι με το αγροτικό θα με πας ρε ψώνιο;

βλ. και αγρότης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα γερόντια, οι παππούδες. Λέξη που χρησιμοποιούμε με καλή πρόθεση απέναντί τους.

- Έφυγε ο κόσμος από το νησί...
- Ναι, μείναμε εμείς και τα παππουλούκια...

Got a better definition? Add it!

Published

Ο μικροκαμωμένος και κωμικής εμφάνισης άντρας οποιασδήποτε ηλικίας.

Ακούς; Πάλι με τζιτζιφρίγκο τα έφτιαξε η κόρη σου... Δε λέει να μας φέρει κανένα παλληκάρι της προκοπής, στενάξαμε με τους κοντούς εδώ μέσα...

Got a better definition? Add it!

Published

Το «εβίβα» όπως λέγεται σε κάποια λιγοστά μέρη της Κρήτης (εγώ το έχω ακούσει στην περιοχή του Ρεθύμνου).

- Κουμπάρε, κερνάς!
- Άντε, μπίμπα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κίνηση που κάνουμε όταν κολυμπάμε ελεύθερο (κρόουλ), έτσι όπως απλώνουμε το χέρι μας προς τα μπρος και προχωράμε. Άγνωστο γιατί, στο ύπτιο ή στην πεταλούδα δεν λέγεται έτσι η αντίστοιχη κίνηση. Ο όρος είναι ανεπίσημος και αρκετά παλιός.

- Αντέχεις ρε μαλάκα να κολυμπήσουμε μέχρι το νησάκι;
- Σιγά την απόσταση ρε, με πέντε απλωτές το φτάσαμε!

Got a better definition? Add it!

Published