Υπάρχουν δύο μεγάλες κατηγορίες κατωποντοδοτών. Ο μεν είναι ο Ιάσων Τριανταφυλλίδης, ή σκέτος Ιάσονας, που κάνει την ιασονιά του, δηλαδή λέει με ύφος σαράντα σλανγκαρχίδηδων: δεν μπογώ να βάλω πάνω από τγία, γιατί ξέρω 'γω, το λήμμα σου είναι αδιάφορο, δεν περιλαμβάνει ετυμολογία, το λέει μόνο η παρέα σου, είναι τραβηγμένη λεξιπλασία κτλ. Με λίγα λόγια δεν λέει ceci n'est pas slangue, λέει ceci n'est pas tellement slangue.
Ο δεν είναι ο Κίμων Κουλούρης, ή απλά Κίμωνας, (ή χείρα του Κίμωνος) που κάνει την κιμωνιά. Πρόκειται για αυτοαναφορικό παπαρολογισμό, ή μη-σλανγκ (κατά Βέλτσο), που προκύπτει ως εξής:
μηδενικό στην βαθμολογία > κουλούρι > Κίμων Κουλούρης, και εξελίσεται ως Κίμων Κουλούρης > Κίμων > κιμωνό (κατά το κιμονό).
Δηλαδή, όπως λέμε «τον κέρασε κουλούρι» (με υπονοούμενο για πρωκτικό σεξ), έτσι λέμε και «του φόρεσε κιμωνό», δηλαδή τον μηδένισε. Επίσης, όταν κάποιος επιμένει να γράφει βλακείες και να εξευτελίζεται, μπορούμε να του πούμε «έχεις γίνει ρόμπα Ιαπωνίας», όπου το κιμωνό χρησιμοποιείται για να δηλώσει την ρόμπα. Ο Κίμων είναι ήκιστα σλανγκαρχίδης, καθώς βαράει στα σιωπηλά από φόβο αντιμπαγαποντοδοτικής αυτοδικίας. Μία συνήθης εκδοχή του είναι μπαγαποντοδοτική. Τέλος, να σημειωθεί ότι σπάνια δικαιώνονται μετριοπαθείς φωνές, όπως της Μες, που λένε να χρησιμοποιούμε και τις βαθμολογίες 1 και 2, κι οι πιο πολύ πάνε κατ' ευθείαν από τον Ιάσονα στον Κίμωνα.
Ελπίζω το παρόν λήμμα να ανήκει πλέον στις ρετρό σλανγκιές, στους μπαμπαδισμούς κτλ.
Πηγή: Vrastaman, και μερικοί άλλοι.