Με κόλλησε στον τοίχο σημαίνει με διόρθωσε σε τέτοιο βαθμό που δεν έχω να αντιπαραθέσω τίποτα στα επιχειρήματα του.

Και κυριολεκτικά σε ένα καυγά με χειροδικία.

  1. Είχα μείνει άφωνος... με είχε κολλήσει στον τοίχο με τα επιχειρήματα του.

  2. Τον έπιασε στο μπουνίδι και τον κόλλησε στον τοίχο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έφυγε. Τον διώξαμε.

Έτσι φαίνεται όταν κλοτσάμε κάποιον, διώχνοντάς τον με τις κλωτσιές: πήρε το πόδι μας, μαζί με τον πούλο μας.

Θα πάρει πόδι έτσι που φέρεται ο νέουρας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλαδή: Ηλίου φαεινότερο, είναι μπροστά σου, δεν το βλέπεις βρε κεφάλα, θα πέσεις επάνω του και θα σου βγει το μάτι!

Εμφανίζεται και με την έννοια «το κατέστρεψες το αντικείμενο» που πηγάζει από τις κουκλίτσες που τα μικρά παιδιά έχουν και συνήθως τους βγάζουν τα μάτια: «του έβγαλες τα μάτια!».

Χρησιμοποιείται και σαν κατάρα σε όσους ματιάζουν, με την μορφή «τα μάτια που του βγήκαν και του σκάσανε».

Τέλος, οι απατημένες σύζυγοι λένε «θα του βγάλω τα μάτια του μπινέ που με παράτησε»!

Βολιώτης στην Αθήνα ρωτάει να μάθει: - Συγγνώμη κύριε μήπως ξέρετε που είναι η Ακρόπολη;

Ο Αθηναίος (η απάντηση στα αλβανέζικα): - Καλά ρε φίλε δεν τη βλέπεις βγάζει μάτι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο γνωστός μας συντομότερος δρόμος, η παράκαμψη ή, ξενιστί, το shortcut.

Συναντάται στα συνεργεία αυτοκινήτων και μοτοσυκλετών και είναι η κωδική ονομασία μεταξύ των τεχνιτών για να υποδείξουν ότι έκαναν μεν την δουλειά αλλά παρακάμπτοντας ουσιώδεις διαδικασίες που άπτονται πολλές φορές στην ασφάλεια των καβαλούντων ή επιβαινόντων στα οχήματα, με κέρδος τον χρόνο επισκευής.

Προέρχεται από την κίνηση του Ταρζάν με τις κληματσίδες από δέντρο σε δέντρο, χωρίς να πατήσει χώμα.

Από ΔΠ και allivegp.

Ο μάστορας για τα παπάκια (του κώλου μάστορας):
- Έκανα μια ταρζανιά και έβαλα την καμπάνα στο Τ80 με λιγότερες μπίλιες από 9 και τα παλιά φελά θα τα χρεώσω βέβαια τα διπλάσια στον πελάτη!

Ο πίθηκας (σκεπτόμενος):
- Ρε πούστη Tαρζάν για να δούμε πως θα την κάνεις την ταρζανιά σου τώρα που έβαλα γράσο στη κληματσίδα!

Ετοιμάζει ταρζανιά (από Vrastaman, 30/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Full of juice ready to use η αλλιώς διώξιμο των χοντραδιών.

Συμβαίνει όταν έχει συγκεντρωθεί αρκετό σπερματικό υγρό και θέλει κάπου να πάει. Το πού – χμμμ! -- τη σήμερον ημέρα δεν ξέρω. Με παζολιάρη η σημερινή νεολαία, τι στα κομμάτια, δεν γαμούν;

- Άντε Δημητράκη θα πάμε μπουρδελότσαρκα, τυχερούλη!

- Ναι, ναι να πάμε, I am full of juice ready to use, κολλητέ μου! (προσέξατε αγγλικούρα ο Μητσάκος ε ;)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μπάρμπας ή και μπαρμπάδι είναι ο θείος (βλ. έχω μπάρμπα στην Κορώνη), άσχετα αν η λέξη μας φέρνει στον νου μια φωτογραφία ενός σοβαρού ανδρός, μυστακοφόρου και κάπως ομιχλώδους (ας μη γελιόμαστε, έτσι θυμάμαι τον μπάρμπα μου εγώ).

Ένας μπάρμπας λοιπόν, είναι μιας κάποιας ηλικίας και δεν τα καταφέρνει όπως οι νεαροί -είναι ένα από τα γνωρίσματα ενός ηλικιωμένου το να είναι αργός. Δεν παύει όμως, ακολουθώντας τον κανόνα της ζωής που λέει «ποτέ δεν κερδίζεις χωρείς να χάσεις» (και το αντίθετο), να έχει κάποια προτερήματα έναντι των νεαρών ανδρών, όπως:

στριφτό μουστάκι βαριά φωνή
μαγκιά
γνωριμίες σε πάνω και κάτω
τρόπους
και πάνω από όλα εκπαιδευμένη ΨΩΛΑΡΑ

Από εδώ η γυναίκα μου και από εδώ το αισθη.. εεεε ο μπάρμπας μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αφασία φυσικά πρόκειται για ιατρικό όρο που ορίζει ότι κάποιος είναι σε καταστολή και μηχανικά υποβοηθούμενος αν το πάμε βαρύτερα.

Ενώ ένα άτομο καραφλιάζει όταν έχει πάθει την πλάκα του και ξαφνιάζεται σε υπερθετικό βαθμό, ο αφασίας ό,τι και να γίνεται δεν ενδιαφέρεται για τίποτα.

Aπό ΔΠ και o Slangus formerly known as Ηank.

Καραφλιασμένος γείτονας: Ρε συ, τι κάνεις εδώ ρε, το σπίτι σου δεν το βλέπεις, έχει πιάσει φωτιά ρε;
Αφασίας: Ε και;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν ένας τεχνίτης κάνει καλά τη δουλειά του (ίσως καλύτερα από ότι χρειάζεται), ανεξαρτήτως τέχνης, οι υπόλοιποι που βλέπουμε τα αποτελέσματα τα θαυμάζουμε αναφωνώντας το ανωτέρω.

- Κοίτα ρε μεγάλε, αγγέλους κάνει.
- Ε αυτός κάνει παπάδες ή και ζωγραφίζει!

Δες και παπάδες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιόπουστα, που κατά την πεολειχία δαγκώνει το πέος του άλλου.

Οφείλεται σε διαφόρους λόγους και να μερικοί:

  • Kαύλα.
  • Ανωμαλία στην άνω, ή κάτω γνάθο.
  • Μειωμένη αντίληψη τις σκληρότητας του προς θηλασμού πέους, συνήθως λόγω χρήσεως ναρκωτικών ουσιών.
  • Κόμπλεξ κατωτερότητας («γιατί αυτουνού του σηκώνεται και ουχί εμού, θα του τον ματώσω»).

    Βεβαίως υπάρχουν και πολύ άλλοι λόγοι, αλλά μου διαφεύγουν, λόγω υψηλής θερμοκρασίας και υγρασίας.

Αχ και ματα αχ και βαχ και τί ωραία που το κανειιιςςς ΚΡΑΑΚ Α Α Α Α ΧΧΧΧ τί κάνεις ρε συ εκεί;! Μου το μάτωσες ρεεε!!! Παλιο οδοντόπουστα...
(...και ακολουθούν τα απαραίτητα σφαλιαρίδια).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με έσκασες, ή το αποτέλεσμα μου έπρηξες τα αρχίδια.

Όταν μας ζορίζουν ψυχολογικά και είμαστε εσωστρεφείς, πλην των άλλων προβλημάτων που μας περιτριγυρίζουν, τότε νιώθουμε μια κάποια εσωτερική πίεση, που αυξάνεται αναλόγως με το ζόρισμα που μας επιβάλουν.

Κάποια στιγμή επαναστατείς, λέγοντας «Αμάν πλια, με έσκασες μωρέ!», πάντα μεταφορικά μιλώντας.

(H σύζυγος, ο φίλος, ο συνεταίρος, ο συγγενής, ο τζογαδόρος, ΤΟ ΠΡΗΣΤΗΚΟ ΟΡΓΑΝΟ τέλος πάντων:)
- Mπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα
μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα...
- Αμάν πλια που κακό χρόνο να έχεις με έσκασες, μπααα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified