Ο πανίβλακας, αυτός που δεν στροφάρει, ο γκιούμης.
- Αυτός είναι γκασμάς, ρε! Δεν παίρνει μπρος......
Ο πανίβλακας, αυτός που δεν στροφάρει, ο γκιούμης.
- Αυτός είναι γκασμάς, ρε! Δεν παίρνει μπρος......
Βλ. και γκαζμάς, μπετόβεργα, τούβλο, στόκος.
Got a better definition? Add it!
Ο μεθύστακας, αυτός που γίνεται λάσπη από το πιοτό συνεχώς.
- Θυμάσαι τον μπεκρούλιακα στη δουλειά; Τον λασπογιό;
Got a better definition? Add it!
Αυτός που κόβει κώλους (μτφ).
Ο καινούργιος δάσκαλος είναι πολύ κοψοκώλης
Got a better definition? Add it!
Το λατομείο (κυρ.)
Ο γιγαντόσωμος (μτφ.)
Ο νέος μπασκετμπωλίστας του ΠΑΟ είναι σκέτο νταμάρι.
Got a better definition? Add it!
Αυτός που βρωμάει έντονα.
-Πλύσου λίγο, μπόχας έγινες.
Βλ. και: ασβός, ο, βρωμέας, ο, βρωμύλος, λερέτης, λεχρίτης, λιμοξίφτερος, μπιχλάντεν, μπίχλερμαν, ο, Πασχάλης, τυροβρωμίκουλας, χλέμπουρας
Got a better definition? Add it!