Χρησιμοποιείται με προστακτική σε κάποιον που του λέμε να φύγει, να μας αδειάσει τη γωνιά.
-Αμόλα ρε, σου λέω! Δρόμο!
Χρησιμοποιείται με προστακτική σε κάποιον που του λέμε να φύγει, να μας αδειάσει τη γωνιά.
-Αμόλα ρε, σου λέω! Δρόμο!
Got a better definition? Add it!
Επιφώνημα όταν διώχνω κάποιον.
Εξαφανίσου! Χάσου από 'δώ! Αμόλα! Ουστ!
Got a better definition? Add it!
Αυτός που βρωμάει έντονα.
-Πλύσου λίγο, μπόχας έγινες.
Βλ. και: ασβός, ο, βρωμέας, ο, βρωμύλος, λερέτης, λεχρίτης, λιμοξίφτερος, μπιχλάντεν, μπίχλερμαν, ο, Πασχάλης, τυροβρωμίκουλας, χλέμπουρας
Got a better definition? Add it!
Η υπερβολική βρώμα, έντονη δυσοσμία.
Τι μπόχα είναι αυτή;
Got a better definition? Add it!
Το λατομείο (κυρ.)
Ο γιγαντόσωμος (μτφ.)
Ο νέος μπασκετμπωλίστας του ΠΑΟ είναι σκέτο νταμάρι.
Got a better definition? Add it!
Αυτός που κόβει κώλους (μτφ).
Ο καινούργιος δάσκαλος είναι πολύ κοψοκώλης
Got a better definition? Add it!
μτφ. κάνε τηλέφωνο (ρίξε σύρμα)
μτφ. γαμάτο τοπίο, γαμάτη θέα
Κοίτα μέρος! πολύ σύρμα!
- Πώς ήταν το μέρος που πήγατε για μπάνιο; - Σύρμα σου λέω!
Got a better definition? Add it!
Ο μεθύστακας, αυτός που γίνεται λάσπη από το πιοτό συνεχώς.
- Θυμάσαι τον μπεκρούλιακα στη δουλειά; Τον λασπογιό;
Got a better definition? Add it!