Η φακάτη (γκόμενα) = η γαμιστερή (και γαμάτη) η πολύ ωραία και επιθυμητή ([σλουρπ]...)

- Όλες οι φακάτες, στα πρωϊνάδικα μαζεύτηκαν.
- Μρρρρρρρ!

π.χ. (από spydel, 26/11/09)(από pvnrt, 26/11/09)

από το αγγλικό fuck

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτονόητος ορισμός. Όλα τα χωρά ο σάκκος ... κι άλλα τόσα!

Μ' αυτή ρε μαλάκα θα βγεις; Την ψωλαποθήκη;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified