Ο έχων μικρές διανοητικές ικανότητες, αυτός που είναι αλλού και δεν καταλαβαίνει τι συμβαίνει γύρω του.

Κάτι συνδυαστικό του γκαγκά και του ούφο.

Παραπέμπει ηχητικά στο καμάρι της Σοβιετίας, τον άνθρωπο που πρώτος «κολύμπησε» στο διάστημα το 1961, τον Γιούρι Γκαγκάριν.

Καλά ρε γκαγκάριν, δεν το ήξερες ότι στην έξοδο του τρίτου τούνελ προς Κόρινθο έχει σχεδόν μόνιμα τροχομπάτσους; Εκεί βρήκες να πηγαίνεις μαλλιοκούβαρα;

Yuri Gagarin (από baznr, 11/06/09)Ελένη γκαγκάριν (από baznr, 11/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τμήμα της Υπηρεσίας Προστασίας Πολιτιστικών Αγαθών της Υποδιεύθυνσης Ασφαλείας.

Αντικείμενο της Ωδικής Ασφάλειας είναι η δίωξη των μουσικών κακοποιών και των ψυχρών εκτελεστών της μουσικής μας κληρονομιάς. Πολύ συχνά οι κοινοί αυτοί εγκληματίες κακοποιούν εκείνα ακριβώς τα τραγούδια που οι περισσότεροι από εμάς αγάπησαν, όπως:

  • Ο Γιώργος Νταλάρας το «Κάτω απ το πουκάμισό μου»
  • Η Βίκυ Καγιά το «Αρετούσα»
  • Ο Γιώργος Τσαλίκης το «Δεύτερη φορά»

- Καλά ρε συ, τι μαχαίρωμα έριξε ο Τσαλίκης στο «Δεύτερη φορά».
- Τα πάντα όλα δικέ μου! Ηταν για αυτεπάγγελτη παρέμβαση της Ωδικής Ασφάλειας.

(από kondr, 25/06/09)Που Τσαλίκης - Σκαγιά (από baznr, 25/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το είδος του ανθρώπου που στην προσπάθειά του να γίνει αρεστός και αποδεκτός από το εκάστοτε κοινωνικό περιβάλλον του, προσαρμόζει, αναθεωρεί και -άμα λάχει- ανατρέπει εντελώς και -γιατί όχι- αντιμάχεται, τις μέχρι πρότινος ιδέες του.

- Ρε συ, άκουσες τι είπε ο Χαμαιλέων Κωλοτούμπας; Από το Γενάρη λέει θα μας κόψει εντελώς το τσιγάρο! Καλά αυτός δεν έλεγε μέχρι χτες ότι «τα μέτρα δεν θα είναι ρατσιστικά ενάντια στους καπνιστές»;

- Με τις παπαριές του Απραγόπουλου ασχολείσαι; Ξεχνάς πως το άτομο, λίγους μήνες πριν γίνει υπουργός διατυμπάνιζε ότι «η Νέα Δημοκρατία είναι σάπια και ανήκει στο παρελθόν»;

βλ. και κωλοτούμπας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτοσχέδιος εκρηκτικός μηχανισμός μεσαίας ισχύος, εκφοβιστικού χαρακτήρα. Αποτελεί κωδική έκφραση του κόσμου της νύχτας και του κοινού ποινικού δικαίου. Δεν χρησιμοποιείται από ομάδες πολιτικής βίας, οι οποίες προτιμούν άλλες εκφράσεις, όπως πχ καλάθι.

Προέρχεται από το δέσιμο των εννοιών: επίσκεψη, πακέτο, δωράκι, να γλυκάνει, να μαλακώσει, να σκονιστεί.

Ο ειδικός στην παρασκευή των «λουκουμιών», λέγεται λουκουματζής.

Oι αρχές συνέλαβαν τον περίφημο «Λουκουματζή», έναν αλλοδαπό ονόματι Ιβάνωφ Ντεγιάν, παρέα με έναν δεύτερο επίσης αλλοδαπό, να μεταφέρουν μεγάλη ποσότητα εκρηκτικής ύλης. Στόχος ήταν ένας ντόπιος επιχειρηματίας. Ο Ιβάνωφ Ντεγιάν ήταν γνωστός στις αρχές ως ειδικός στα «λουκούμια», δηλαδή τα εκρηκτικά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified