Προκρίνω ως πιο εύστοχο τον ορισμό για το παρόν λήμμα την μαλακία και όχι τα παιδαρέλια. Ίσως να ταίριαζε το τσογλάν στον ορισμό και όχι το τσουτσού νταχτιρντί. Έτσι τσουτσού νταχτιρντί είναι η χαριτωμένη μαλακία έπειτα από μισοπετυχημένο ραντεβού. Δεν μπόρεσες να πηδήξεις αλλά βλέπεις πως είσαι σε καλό δρόμο και από την χαρά σου βαράς μια παχιά που παραπέμπει στο νταχτιρντί στο κέφι.

(Ο σύζυγος-μικρασιατικής καταγωγής προς την σύζυγο)

-Τασία ο κανακάρης μας χτες άργησε να γυρίσει το βράδυ και όταν σε κάποια φάση σηκώθηκα για να αρμέξω τη σαύρα μου ήταν κλειδωμένος στο μπάνιο. Σήμερα που τον είδα ξύπνησε με 3 σπυριά στα μούτρα του.

-Ισίδωρε μου είχε ραντεβουδάκι χτες ο γιόκας μας! Μεγαλώνει, ξετσουτσουνεύει το καμάρι μου.

-Αχά πάλι στο τσουτσου νταχτιρντί ήταν δηλαδή…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανεπαίσθητη πορδή μικρού μεγέθους συνήθως αμοληθείσα εν ομοβροντία και υπούλως παραμένουσα στους θύλακες του πρωκτού.

Αντιληπτή όταν ο δράστης καθίσει και λόγω πίεσης ακούγεται. Το μοναδικό είδος κλανιάς που ακούγεται, όχι την στιγμή της απελευθέρωσης, αλλά σε μεταγενέστερη χρονική στιγμή.

Άσε ρεζίλι έγινα. Με κάλεσε σπίτι της η γκόμενα και στο ασανσέρ έριξα μία βρώμικη. Όταν καθίσαμε στο τραπέζι όμως, είχε μείνει ένα υποκλανίδιο και ακούστηκε σαν μεντεσές σκουριασμένος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εραστής με προτίμηση στις ευτραφείς γυναίκες.

Ο ... είναι φαλαινοθηρικό. Αν δεν είναι 100 κιλά, η γκόμενα δεν του γυαλίζει.

Δες και γρύλος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γυναικείο αιδοίο το οποίο απαιτεί φροντίδα και προδέρμ για να ανοίξει, όπως το φερμουάρ δηλαδή που θέλει αργή σχετικά κίνηση, γιατί αλλιώς σε βλέπω βγαίνοντας από το μπάνιο να ψάχνεις για παραμάνα.

Μτφ η γυναίκα που δεν είναι βουρ στον πατσά, που θέλει δυο τρία ραντεβουδάκια, να γνωρίσεις τις πατσόλες τις φίλες της και γενικώς να το παίξεις σύντροφος και όχι γκόμενος. Μόλις όμως ανοίξει, το απολαμβάνεις ταινία δράσης.

Την έπεσα στην Λωλότα (αγαπημένο μου όνομα της Ίλιας Λιβυκού σε ταινία με τον Β. Λογοθετίδη και εκ τούτου θα είναι το επίσημο όνομα που θα παραθέτω σε παραδείγματα), γιατί νόμιζα πως είναι εύκολη γκόμενα και πως θα ταΐσω τα περιστέρια στο φτερό. Αντ' αυτού πήγαμε στο πεντικιουράδικο της φίλης της της Σμαρώς που είχαν μαζευτεί 5 γκιόσες. Την πήδηξα τελικά μετά από μια βδομάδα. Φερμουνάρ μου βγήκε τελικά...

βλ. και το αντίθετο πανταλύνο, το

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έαρ ή θέρος και η πλάση φοράει τα καλά της. Ιδιοκτήτης πιστιάρας μηχανής φοράει το μαϊμού δερμάτινό του παντελόνι και φορτώνει την πατσοκοιλιασμένη, συνήθως, γκόμενα στο μοτόρι και ξεχύνονται στας εξοχάς να πιάσουν το μάη ή στη χειρότερη κανα παιδί. Η συνοδηγός ευτυχής για την τσάρκα και για να εντυπωσιάσει - καρακαυλώσει τον Ρόσι της, φοράει τα καλά της ή, σε απλά ελληνικά, τα ξέκωλά της. Χαμηλοκάβαλο τζιν-μπλουζάκι αφαλοκόφτικο.

Η χαραδροκώλα, λοιπόν, γυνή, είναι αυτή που μόλις καθίσει στη σέλα προσφέρει άπλετο θέαμα στους οπισθοπορευόμενους. Το θέαμα είναι αμφιβόλου κάλλους, μια και η ανατομική λεπτομέρεια διαχωρισμού των κωλομερίων είναι ευμεγέθης και αρκετά μακριά, καταλήγουσα ενίοτε λίγο κάτω από τον σβέρκο της. Σε αμερικανοτραφέντα οδηγό κορβέτ -ας θα θυμίσει τον γκραν κάνυον στον ζωνιανίτη οδηγό δικάμπινου αγροτικού με χρωμιωμένη μάσκα και κρυφά ούζι στον προφυλακτήρα, θα θυμίσει το φαράγγι της Σαμαριάς, εξ ου και ο γενικευθείς ορισμός. Απαραίτητο αξεσουάρ της αμφίεσής της οι πουτανόγοβες, από 10ποντα και άνω, κάνοντας την θέα της χαράδρας ακόμη αβυσσαλεότερη, προσπαθώντας να πατήσει στα σταντ της μηχανής.

Όλοι μας σε μποτιλιάρισμα οδεύοντας προς λαοφιλή πλαζ έχουμε συναντήσει καλλίκωλες ή χαραδροκώλες συνεπιβάτισσες σε μηχανή χιλιάρα και άνω, οπότε επικαλούμαι το μνημονικό των αναγνωστών του λήμματος για παράδειγμα γλαφυρότερον ενός εικαζομένου προκατ εξάμπλ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified