Εξ επόψεως ευαισθησιών των σφίχτηδων, το βρώμικο δεν είναι μόνο το φαγητό με «αμφίβολη ποιότητα και καθαρότητα των συστατικών του» (δες άλλο ορισμό), αλλά κυρίως αυτό που προκαλεί βρωμιά, δηλαδή το φαγητό που περιέχει πολλά λιπαρά.

Πάσα: Jeanoir, encore.

- Ευτυχώς, με την δουλειά που έχω κάνει και την γράμμωση που έχω πετύχει, μπορώ να τρώω και κανά βρώμικο πού και πού, γιατρέ μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι κακής ποιότητας σκόνες- συμπληρώματα διατροφής, που έχουν μεγαλύτερο ποσοστό υδατανθράκων και μικρότερο ποσοστό πρωτεΐνης από ό,τι αναγράφουν. Κατ' επέκταση, πάντως, λέγονται και όλες οι σκόνες.

Πάσα: Jeanoir.

  1. Μην την εμπιστεύεσαι αυτήν την μάρκα, πουλάει αλεύρια.

  2. Την Δευτέρα που πληρώνομαι από την δουλειά, θα πάω να αγοράσω κάτι αλεύρια για να τουμπανιάσω.

(από Vrastaman, 27/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην ιδιόλεκτο του body-building, είναι συσσωρευμένο λίπος σε περιοχές όπως λ.χ. τα χέρια ή η κοιλιά το οποίο εμποδίζει την γράμμωση.

Πρβλ. και θόλωμα. Σημειωτέον ότι ενώ το θόλωμα προϋποθέτει ότι το εν λόγω μπιλντέρι είχε ήδη αποκτήσει γράμμωση, έστω στοιχειώδη, η οποία κατόπιν υποχώρησε, την έκφραση βρωμιά μπορούμε να την χρησιμοποιήσουμε και για κάποιον ο οποίος δεν είχε πετύχει σημαντική γράμμωση και δεν ξεπέρασε ποτέ το στάδιο του όγκου. Ασφαλώς, μπορεί να ειπωθεί και για το μπιλντέρι που υποχώρησε η γράμμωσή του ύστερα από κάποιες γουρουνιές.

Πηγή: Jeanoir.

  1. Τον βλέπεις αυτόν εκεί που κορδώνεται; Μαλάκας... Άμα δεις το χέρι του όλο βρωμιά είναι...

  2. Γάμησέ τα γιατρέ μου! Με τα γλυκά που κατέβασα τις τελευταίες μέρες γέμισα βρωμιά...

  3. Το λίπος μην το φοβάσαι... Το θες! Άμα δεν βάλεις βρωμιά πάνω σου, δουλειά δεν κάνεις!
    (Παρότρυνση παλαίουρα προς επίδοξο σφίχτερμαν).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο απελπιστικά αργός. Οδηγός, ποδοσφαιριστής, δημόσιος υπάλληλος και ό,τι. Ίσως επειδή ο θάνατος επιφέρει ακινησία. Ή επειδή προσδοκούμε ότι ο θάνατος θα έρθει αργά να μας συναντήσει.

Πάσα: Jeanoir.

  1. - Πέσαμε στον μπάρμπα-Μπρίλιο γαμώ το φελέκι μου μέσα! Πάει στην αριστερή λωρίδα πιο αργός κι απ' τον θάνατο!

  2. Πιο αργός κι από το θάνατο! Τα παιχνίδια του Ντιόγκο στον Ολυμπιακό ήταν πραγματικά συναρπαστικά είχε μεγάλο ενδιαφέρον να βλέπεις το… θωρηκτό να έχει καταντήσει παλαίμαχος. Να μην μπορεί να πάρει τα πόδια του και να γυρίζει πίσω, χωρίς κανέναν λόγο, αφήνοντας ορφανή την θέση της επίθεσης. (Δες)

Got a better definition? Add it!

Published

Βάζω χειρόφρενο στο αυτοκίνητο. Μεταφορά από το δέσιμο των πλοίων.

Πάσα: Jeanoir.

Όταν άκουσα τον περίεργο θόρυβο, πήγα το αμάξι στο πλάι, έδεσα, και βγήκα να δω τι συνέβη.

Got a better definition? Add it!

Published

Τα γυαλιά, η τζαμαρία, επειδή θυμίζουν γυάλινη προθήκη.

Πάσα: Jeanoir.

- Ώπα γιατρέ μου, μην με ασπάζεσαι, γιατί θα τσουγκρίσουμε τις βιτρίνες μας.

Το παιδί με τις βιτρίνες, πέθανε πριν δύο μήνες  (από GATZMAN, 24/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Κάποιος που ντύνεται πολύ βαριά με επάλληλες στρώσεις ρούχων και δίνει την εντύπωση φουσκωμένου σαλαμιού.

- Καλώς τον μπάρμπα-χειμώνα! Γιατί είσαι σαλάμι με τέτοια λιακάδα;

Got a better definition? Add it!

Published

Το μοντέλο monkey Z50 της Honda. Δες το λήμμα μπόμπος του Perkins για πλήρη ορισμό. Λογοπαίγνιο με το Ζ και το υποκοριστικό του γυναικείου ονόματος Ζέτα, αφού η σχέση με το εν λόγω όχημα είναι ιδιαίτερα ερωτική.

  1. Παιδιά το ζετάκι μου αρχίζει και κάνει νερά... Μου καίει συνέχεια μπουζί. Από την μέρα που το έβγαλα από το φτιάξιμο έκαιγε μπουζί κάθε φορά που το έβαζα βενζίνη. (Από φοράδα).

  2. κλαπηκε ζετακι lifan μαυρο απο την περιοχη της βουλιαγμενης με πινακιδα ΑΖΕ-;;;; Το χαρακτιριστικο ειναι πως εχει κομενη σχαρα (εκει ηταν πιασμενο με κουλουρα) και φλασακια μικρα after market. (εδώ)

Αν προσέξατε τον κώλο, είστε τουκανιστής (από Khan, 23/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Συνεκδοχικά, το στέλεχος θεσμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως όποιος κουτόφραγκος έρχεται στην Ελλάδα για να κάνει επιθεωρήσεις και υποδείξεις. Υπάρχουν βέβαια και οι εγχώριοι βρυξελλιώτες, δηλαδή οι πολιτικοί που έχουν ευρωκεντρική ιδεολογία, προσανατολισμό και πρώκταγμα.

Οι βρυξελλιώτες συναντώνται ενίοτε στην πάγια φράση βρυξελλιώτες και δουνουτάδες. Πρόκειται για δύο αλληλοπεριχωρούμενες και αλληλεπικαλυπτόμενες οντότητες, πλην αρκούδως διακριτές, πώς λέμε κλέφτες κι αρματολοί, ή Γραμματείς και Φαρισαίοι, ένα πράμα; Ήτοι ο βρυξελλιώτης μπορεί να είναι σπασαρχίδης και κουτόφραγκος, πλην συνδέεται με μια ευρύτερη ευρωπαϊκή ιδεολογία ή σεβασμό προς τον ευρωπαϊκό θεσμικό πολιτισμό (λέμε τώρα), έχει ένα βύζιον βρε αδερφέ, ενώ ο δουνουτάς είναι αμερικανάκι κι ακόμη περισσότερο ξευτίλας.

  1. Moυ τη δίνει που έμαθα πόσα ξόδεψε ο Βρυξελλιώτης Όλι Ρεν και οι παρατρεχάμενοί του για ένα μόνο γεύμα. Λοιπόν... Όταν μας επισκέφθηκε πήγε με μια συνοδεία 20 ατόμων σε γνωστό εστιατόριο των Αθηνών. Εκεί ξόδεψαν σε φαγητό ούτε 1, ούτε 2, ούτε 3.000 ευρώ. Μαθαίνω ότι έκαναν λογαριασμό 19.000 έουρος!!!! Μου τη δίνει που αυτοί οι κύριοι δήλωσαν προ μηνός ότι μπορούμε να ζήσουμε με 700 ευρώ. (από φοράδα)

  2. Η λύση είναι μία: Υπουργός Οικονομίας Βρυξελλιώτης και όχι κολονακιώτης. (εδώ)

  3. Παπαρολοζί στην παπαρολοζί, πέρασαν τα χρόνια και τώρα με το άλλοθι βρυξελλών κάνουν όλοι «πα-πα-πα» και το τουρλού σιγοβράζει. Ε, ναι λοιπόν είμαι βρυξελλιώτης! Καλά κάνουν.΄Αμα θες δημόσιο αγάπη μου να δουλέψεις όσο και το μουλάρι ο άντρας! Άμα δε σ’ αρέσει να πα να βρεις εργασία στον ιδιωτικό στίβο! (εδώ).

  4. Ο βουλευτής του Κιλκίς, γνωστός εκείνη την περίοδο ως «ο Βρυξελλιώτης», με τις πολλές φιλοδοξίες είχε εγκαίρως τοποθετηθεί στο πλευρό του Γιώργο Σουφλιά και μπαινόβγαινε στο στρατηγείο του στην οδό Βεντήρη. (Από τα Νέα).

  5. Διότι Θράκα όσο βρυξελλιώτης είναι ο παπακωνσταντίνου άλλο τόσο και περισσότερο είναι τα γαλάζια στελέχη. (Αντινέα).

Got a better definition? Add it!

Published

Ό,τι και το κοντοσείρι, δηλαδή οι φαντάροι που έχουν καταταγεί με μία σειρά διαφορά, σε διπλανές ΕΣΣΟ. Όπως παρατηρεί και ο ΑΛΛΟΣ, είναι πάντα ο λίγο πιο νέοπας αυτός που θυμίζει στον λίγο πιο παλαίουρα ότι είναι παρασείρια, μήπως και προσλάβει λίγο την αχλύ του χρόνου. Ο παλιός δεν θα πει ποτέ έναν λίγο πιο νέο παρασείρι, από φόβο μήπως κολλήσει μέρες.

Λέγεται και «παρασειρά».

- Πού 'σαι ρε παρασείρι; Τι μου κάνjεις;
- Γνωριζόμαστε κύριε ψάρακα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified