Αυτός που συχνά-πυκνά σκαλώνει. Φυσικά ο καθένας τρώει τα δικά του σκαλώματα, άλλος με γκόμενες, άλλος κολλάει και δεν σκέφτεται γρήγορα (βλ. παράδειγμα 1).

Αυτός που σε κοζάρει επίμονα για δικούς του λόγους (βλ. παράδειγμα 2).

Αυτός που κάνει κάτι περίεργο ή ακόμα και η συμπεριφορά του σε κάνει να τον κοιτάς επίμονα, δηλαδή αυτός που σου αποσπάει την προσοχή (βλ. παράδειγμα 3).

  1. — Τι σκαλωματίας ο Γρηγόρης, εδώ και μια βδομάδα έχει κολλήσει με μια Τόνια, όλη την ώρα για αυτήν μιλάει!
    — Μην του δίνεις σημασία του ηλίθιου, εξάλλου κάθε βδομάδα βρίσκει άλλη και κολλάει, όπως τότε με την Λίλιαν, τη Στέλλα, τη Βάσια, τη Δανάη κ.α.

  2. Ρε τον βλέπεις αυτόν τον σκαλωματία, από την ώρα που ήρθαμε εδώ συνέχεια μας κοιτάει!
    — Άραξε ρε μαλάκα μην κάνεις πάλι σαματά.

  3. — Ρε χθες μπαίνει ένας σκαλωματίας στο μετρό και τρώει μια σαβούρα, γαμήθηκα στα γέλια!
    — Έλα ρε, φαντάζομαι όλοι αυτόν θα κοιτάγανε μετά.
    — Τώρα που το έφερε η κουβέντα πάμε για σουβλάκια;
    Μέσα!

Δες και τρώω κόλλημα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν πρόκειται για εξωκωλίαση αλλά για παρότρυνση, για να κάνουν έναν κώλο πιο πέρα η ακόμα και να στριμωκωλιαστούν, ώστε να καθίσει κάποιος.

-Ρε κάνε μια κωλίαση μπας και καθίσει η Λίλιαν δίπλα μου.
-Άμα θέλω!
-Έλα ρε, μην γίνεσαι μαλάκας!
-Και γιατί να μην καθίσει δίπλα μου ρε κροκόδειλε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε εάν αυτά που λέει κάποιος μας βρίσκουν σύμφωνους.

Μερικές φορές εάν συμφωνούμε απόλυτα του δίνουμε και έμφαση (π.χ. καααλά είσαι!).

- Ρε φίλε το Λίλιαν ωραία γκόμενα δεν λέω αλλά παίζει να τον έχει φάει απ' όλους.
- Κααααλά είσαι!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παιδί του δρόμου, ο άνθρωπος που αλωνίζει τις πλατείες, τα πάρκα, τις αλάνες, τους δρόμους. Θα μπορούσαμε να τους πούμε και αλήτες με την καλή έννοια.

- Ρε ποιοι πάτησαν τον τοίχο που έβαψαν οι γαύροι;
- Νομίζω κάτι αλάνια από Μπραχάμι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified