Το χοντρό ρεζίλι, κράμα του ρεντίκολο και της ρόμπας. Ηχητικά συνδυάζει και την «κότα» με την έννοια του δειλού, π.χ. «μας είδαν πολλούς και την κάνανε, ρεντικότες σου λέω».
Ρεντικότα κυριολεκτικά σημαίνει το πανωφόρι της ιππασίας (riding coat) και στην Ελλάδα το χρησιμοποιούσαν οι παλιότεροι, αλλά και τώρα, ως άλλη λέξη για κάποιο είδος ελαφρού πανωφοριού, κάτι σαν άνορακ, καμπαρντίνα κλπ.
Πήγαμε με τα σπορτέξ και ήταν όλοι πακέτοι και κουστουμάτοι. Ρεντικότες γίναμε, άστα σου λέω.
Όλο το πρωί κυκλοφορούσα με τα μαγαζιά ανοιχτά, ρε μαλάκα. Με είδε η Δέσποινα και μου λέει: «ρε συ τι παριστάνεις με το φερμουάρ ανοιχτό;». Άστα, δικέ μου ρεντικότα έγινα.