Πρόκειται για τη γυναίκα (ή τον άντρα gay) της οποίας ο κώλος ή το αιδοίο είναι τόσο ανοιχτό έτσι ώστε να χωράνε περισσότερα από ένα ανδρικά γεννητικά μόρια ταυτοχρόνως.

Τις περισσότερες φορές όμως χρησιμοποιείται ως υπερβολή για να δείξουμε ότι κάποια /-ος είναι τόσο ανοιχτή/-ός στα συγκεκριμένα μέρη του σώματος όσο το άνοιγμα ενός κουβά.

Επίσης, ως πουτσοκουβάς μπορεί να θεωρηθεί και το στόμα κάποιας /-ου αν δέχεται παραπάνω από ένα ανδρικό γεννητικό μόριο.

- Ζορίστικες να την πηδήξεις;
- Μπαα, η κωλάρα της ήταν ολόκληρος πουτσοκουβάς!!

(από Khan, 29/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή που της αρέσει να «μαζεύει» πούτσες.
Πρόκειται για τη γυναίκα στην οποία αρέσει να κάνει συνέχεια sex, στοματικό ή κανονικό, και επίσης δεν έχει ιδιαίτερο πρόβλημα να «πάει» με πολλούς άντρες μαζί (παρτούζα). Συνήθως οι γυναίκες τέτοιου είδους είναι έμπειρες γύρω από το sex και σπάνια κουράζονται.

Παρόμοιες λέξεις: ψωλού, πόρνη, πουτάνα,τσούλα,καρ(γ)ιόλα και άλλα κοσμητικά επίθετα..

- Τελικά την πήδηξες τη Βανέσσα;
- Πωωω τι ψωλομαζεύτρα ήταν αυτή ρε; Την πήρα μαζί με τον Νώντα παρτούζα και μας γονάτισε!!

Got a better definition? Add it!

Published