Άνδρας προτιμών την δια του δικού του ορθού συνουσία, προς αύξησιν της ευχαριστήσεως του οργασμού του.

Διακρίνομε δύο τινάς περιπτώσεις, τους ετεροφυλοφίλους, όπου η σύντροφος χρησιμοποιεί αυτοφερομένη επ' αυτής πεϊκή πρόθεση ή άλλα ομοιώματα πέους δια των χειρών της, και τους ομοφυλοφίλους όπου λογικώς η ανάγκη ομοιωμάτων περιττεύει, πλην περιπτώσεων στυτικής δυσλειτουργίας του συντρόφου.

Η ετυμολογία του όρου συνίσταται από το τοπικό επίρρημα «πίσω» - εκ της ανατομικής θέσεως του πρωκτικού δακτυλίου και του απευθυσμένου - και το ουσιαστικό «βροντή» (ή κατ' άλλους το συνηρημένο ρήμα «βροντάω - βροντώ») λόγω της εντάσεως του οργασμού που ο πισωβρόντης βιώνει. Αντικείμενο ερευνών παραμένει ωστόσο το αν ακούει όντως βροντές.

Ο όρος ενίοτε χρησιμοποιείται υβριστικώς και προσβλητικώς από άνδρα προς άνδρα (υπονοώντας τη β' περίπτωση των ομοφυλοφίλων), ακόμη και επί ελλείψεως αποδεικτικών στοιχείων σχετικών με την εν λόγω σεξουαλική συμπεριφορά.

Συνώνυμα: πισωγλέντης

Συζήτησις μεταξύ δύο -νυμφευμένων- φιλενάδων:

(Σούλα): - Άσ' τα Βούλα, ο προκομμένος μου αντί να μου κάνει σεξ μου ζητάει να του βάλω «από πίσω» το τηλεκοντρολ..
(Βούλα): - Αχ φιλενάδα, εγώ που τον έπιασα το δικό μου με το γαλατά;
(Σούλα - έκπληκτη): - Α τον πισωβρόντη!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified