Σε κάποιο Αρβανιτοχώρι ο πατέρας έπαιζε χαρτιά στο καφενείο όταν απ' έξω περνούσε ο γιος του, ο πατέρας αμέσως προστάζει τον γιό του να τρέξει σπίτι για να μάθει τι έχει μαγειρέψει η μάνα του για μεσημεριανό. Όταν έφτασε σπίτι και ρώτησε την μάνα του, αυτή τού απήντησε: «θιέρε» (που σημαίνει φακές στα αρβανίτικα). Ο νεαρός τρέχει πίσω στο καφενείο και από την είσοδο αναγγέλει δυνατά στον πατέρα του αυτό που νόμιζε ή θυμόταν ότι είχε ακούσει: «χέρδε μπαμπά, χέρδε» («χέρδε» στα αρβανίτικα είναι οι όρχεις).

Χρησιμοποιείται σαν παραλλαγή τού «άνθρακες ο θησαυρός».

- Τι έγινε ρε μεγάλε, την πήρες την δουλειά που τόσο περίμενες;
- Αρχίδια πατέρα!

(από Μαστουρωμένος Αρχιμανδρίτης, 16/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνέβη πριν πολλά χρόνια σε χωριό της Βοιωτίας. Φεύγοντας από την εκκλησία οι νιόπαντροι, κατευθυνόμενοι προς τον χώρο όπου θα εγίνετο το γλέντι, πρώτοι βάδιζαν η νύφη και γαμπρός ακριβώς πίσω τους ακολουθούσαν τα κλαρίνα και τα νταούλια και πιο πίσω όλοι οι προσκεκλημένοι. Ο κλαριτζής είχε σχεδόν κολλήσει το κλαρίνο του στο αυτί της νύφης και κάθε φορά που πετούσε κάποια δυνατή νότα η καημένη η νύφη πεταγόταν από την τρομάρα της, τότε κάποιος εκ των συγγενών έδωσε την υπεράνω συμβουλή στους οργανοπαίκτες.

Σιγά σιγά τα όργανα μη μας κατουρηθεί η νύφη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified