Χρησιμοποιείται για να εκφράσει την απόλυτη έλλειψη ενδιαφέροντος για μία πράξη ή πρόταση.

- Έλα μαλάκα, πάμε για καφέ Mικρολίμανο;
- Ψηλέ, δε σηκώνομαι από το κρεβάτι τώρα, για κανένα λόγο..

(από σφυρίζων, 13/03/15)Για κανένα λόγο (από σφυρίζων, 13/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιώ διάφορες αναληθείς προτάσεις και επιχειρήματα, για λόγους συνήθως εντυπωσιασμού.

Συνώνυμο: πουλάω σώτα, πουλάω τρελά σώτα, πουλάω παπατζιλίκια.

- Κοίτα τον ρε, κάνει τρελό καμάκι ο τύπος. Θα το ρίξει στάνταρ το γκομενάκι.
- Έλα μωρέ, σώτα πουλάει κλασικά.
- Ναι, όντως. Σωτάρει κάργα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που χρησιμοποιείται κυρίως από θαμώνες νυχτερινών μαγαζιών και αναφέρεται στα άνθη που εκτοξεύονται προς το μέρος του καλλιτέχνη σε στιγμές έκστασης των ιδίων κατά τη διάρκεια γνωστών λαικών ασμάτων. Συσκευάζονται σε μικρά χάρτινα πιατάκια που κατά τη λαϊκή διάλεκτο καλούνται πανεράκια. Τα τελευταία συνήθως εκτοξεύονται ολόκληρα σε κατάσταση παραληρήματος των θαμώνων.

- Δώσε ρε Νότη...
- Άντε Νίκο, πάρε κανά λελουδικό ακόμα. Θα καεί το πελεκούδι.
- Φέρε εδώ να ρίξω κανά πανεράκι στο θεό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified