Κάνω τον τρελό για να αποφύγω μία κατάσταση προσδοκώντας να τη βγάλω καθαρή.

Βασίζεται στην λογική ότι όποιος τα βάλει με τρελό θα βγει χαμένος, γιατί

1ον ο τρελός έχει δική του λογική, άρα τα λογικά επιχειρήματα θα πάνε στον βρόντο, 2ον ο τρελός είναι απρόβλεπτος και ποτέ δεν ξέρεις ποια θα είναι η αντίδρασή του, και
3ον αν η όλη ιστορία καταλήξει σε καβγά, κανείς δεν θα ρίξει τις ευθύνες στον τρελό.

[i]Προσοχή-Προσοχή[/i]: ΔΕΝ πρέπει να συγχέεται με τους τσαμπουκάδες που δηλώνουν ευθύς εξ αρχής την τρέλα τους με φράσεις τύπου: «Ρε δεν με ξέρεις εμένανε ρε!!! Ρε, Ρε είμαι τρελός εγώ Ρε!!!», γιατί ως γνωστόν, ο τρελός δεν πιστεύει ότι είναι τρελός, και ωσεκτουτού, όποιος θέλει να πουλήσει τρέλα δεν θα πέσει σε τέτοια παγίδα παρά μόνο αν είναι ερασιτέχνης του είδους και φυσικά θα υποστεί τις συνέπειες.

Ανάλογα με την συζήτηση, την πειστικότητα ή τον παραλογισμό, αυτός που πουλάει τρέλα μπορεί να προκαλέσει στους συνομιλητές του απλά γέλια ή ακόμα και να τους τρελάνει, που είναι και πιθανότερο.

Και κυριολεκτώ!!! Ο πιο ευερέθιστος από τους συνομιλητές κοκκινίζει, νιώθει την πίεση να ανεβαίνει σε ανησυχητικά επίπεδα, το κέντρο λόγου χτυπάει μπιέλα με αποτέλεσμα να βγάζει μόνον άναρθρες κραυγές, οι ηθικές αναστολές κάμπτονται και ξυπνάει ο μικρός φονιάς που κρύβει μέσα του. Μόνο μετά την παρέμβαση των ψυχραιμότερων θα γλιτώσει ο πωλών την τρέλα από τα χέρια του υποψήφιου αγοραστή.

[i]Πώς αναγνωρίζεται[/i]:
Είναι κανονικός άνθρωπος και ζει ανάμεσά μας. Σε γενικές γραμμές είναι καλός συζητητής, μιλάει με λογικά επιχειρήματα, παραδείγματα, μεταφορές και ό,τι άλλο μπορεί να μεταχειριστεί κάποιος για να τεκμηριώσει την άποψή του.

Έρχεται όμως η στιγμή που όλα αυτά τελειώνουν και αρχίζει ο παραλογισμός, είτε για να καλύψει μαλακία που έχει κάνει ή έχει πει, είτε γιατί θέλει να έχει τον τελευταίο λόγο σε μια διαφωνία (να κερδίσει δηλαδή την συζήτηση), είτε γιατί απλά διασκεδάζει με τις αντιδράσεις της παρέας είτε του αρέσει να την μπαίνει στον σχολαστικό τύπο που επιμένει ότι: «ή μιλάμε ή κλάνουμε».

Εάν αμφιβάλουμε για την γνησιότητα της τρέλας που μας πουλάν, έχω να προτείνω ένα τεστ: φέρνουμε τον περί ου ο λόγος τρελό σε αντιπαράθεση με έναν μεθυσμένο και κόβουμε αντιδράσεις, γιατί όπως λέει η παροιμία: «είδε ο τρελός τον μεθυσμένο και φοβήθηκε».

Πραγματικός διάλογος

Μαμά: Έχω φαγητό στο ψυγείο. Να σου ζεστάνω;
Παιδί: Όχι, φέρ' το κρύο.
(μετά από 10 λεπτά)
Παιδί: Γιατί το ζέστανες, αφού το ήθελα κρύο…
Μαμά: Ήταν στο ψυγείο!
Παιδί: Λέω, γιατί το ζέστανες;
Μαμά: Δεν το ζέστανα…
Παιδί: Πώς δεν το ζέστανες, αφού καίει!
Μαμά: Μα το είχα στο ψυγείο…
Παιδί: (αρχίζει το κοκκίνισμα) Ναι, αλλά μετά το ζέστανες, γιατί;
Μαμά: Δεν το ζέστανα παιδί μου…
Παιδί: (καταπίνει γκουστέρες, τι να κάνει, μάνα του είναι, να την σκοτώσει για ένα πιάτο ζεστό φαΐ;)
Μαμά: Αλήθεια παιδί μου, το είχα στο ψυγείο και το έβαλα πέντε λεπτά πάνω στο μάτι. (Φωνάζει έξαλλη) Ε τι, παγωμένο θα στο ‘δινα; (Παρέμβαση της αδερφής που περίμενε να δει πόση τρέλα μπορεί να πουλήσει)

(από perkins, 16/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά: Η γνωστή εκφυλιστική νόσος του νευρικού συστήματος που προκαλεί (μεταξύ άλλων) απώλεια μνήμης (από εδώ).

Σλαγκιά: Χρησιμοποιείται για άτομα στα 30κάτι ή 40κάτι, (στους 50κάτι δεν κάνουμε τέτοια αστεία, είμαστε άνθρωποι με αισθήματα!) από μικρότερους ή συνομήλικους όταν κολλάει ο εγκέφαλος και προσπαθούν να θυμηθούν κάτι (π.χ. όνομα) αλλά εις μάτην, ή όταν μας πουλάν τρέλα ότι και καλά δεν θυμούνται.

Εκφράσεις:

  • Ο Αλτς ήρθε, περιμένω τον Χάιμερ
  • Ο Αλτς ήρθε, ο Χάι είναι στην πόρτα και περιμένω τον Μερ
  • Ο Αλτς ήρθε, ο Χάι είναι στην πόρτα και ο Μερ στρίβει την γωνία
  1. - Πως τον λεν αυτόν τον τραγουδιστή … τον … αυτόν που έπαιζε στους … αχ μωρέ … πως το λεν … που έλεγαν το … πως πήγαινε;;; ξέρεις μωρέ ποιο σου λέω … το … που το έλεγε ο … πες το ντε … πως τον λεν …
    - Ο Αλτς ήρθε, περίμενε και τον Χάιμερ

  2. - Που είναι ο γιος σου;
    - Τιμωρία, έβρισε την καθηγήτριά του.
    - Σιγά ρε! Εσύ έκανες την Φιλόλογο να φύγει κλαίγοντας από την τάξη…
    - Εγώ! Οχι ρε! Αποκλείεται να έκανα εγώ τέτοιο πράγμα!
    - Τι έγινε Νικολάκη, Αλτσχάιμερ για να το παίξουμε τυπικός μπαμπάς;

  3. Τρεις γιαγιάδες συζητούν:
    Γιαγιά Α: Εγώ κορίτσια, έχω αρχίσει να το χάνω. Έβαλα την κατσαρόλα στο μάτι και περίμενα, περίμενα, περίμενα, και το φαΐ τίποτα. Είχα ξεχάσει να ανάψω το μάτι…(σ.σ. ο Αλτς ήρθε).
    Γιαγιά Β: Αυτό δεν είναι τίποτα, εγώ κοιτούσα τον γιο πέντε λεπτά και αναρωτιόμουν «που τον ξέρω, που τον ξέρω…» (σ.σ. ο Χάι είναι στην πόρτα).
    Γιαγιά Γ: Εγώ κορίτσια, ευτυχώς είμαι μια χαρά, να χτυπήσω ξύλο … (χτυπάει ξύλο, τοκ-τοκ, κοιτάει προς την πόρτα) περάστε παρακαλώ!!! (σ.σ. ήρθε και ο Μερ και στρογγυλοκάθισε).

Το Αλτσχάιμερ του Αυτιά (από salina, 16/09/10)(από alamo, 16/09/10)

Βλ. και έμενταλ, Αϊζεν(χ)άουερ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεξία: Το αντρικό παλαιό στρατιωτικό εσώρουχο μέχρι τον αστράγαλο.

Σλαγκιά: Επίσης «η σκελέα του παππού» - κάθε ντεκαυλέ εσώρουχο, είτε γυναικείο είτε ανδρικό.

Ο Μιτσικώστας για την φωτιά στην Πάρνηθα το 2007, μιμούμενος τον Μεϊμαράκη: …βγήκαμε έξω με τα σώβρακα, ήρθε και ο Σουφλιάς με την σκελέα…

(από Khan, 13/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς: αναφάνταλος.

Αυτός που ενεργεί με επιπολαιότητα ή βιασύνη, ή πελαγώνει, τα χάνει, δεν ξέρει πώς να αντιδράσει.

Ετυμολογία: (με κάθε επιφύλαξη) αλαφάνταλος < αλαφιασμένος < αλαφιάζω (ξαφνιάζομαι, ταράζομαι, τρομάζω) < αλάφι < ελάφι.

Δείχνει άσχετο με την ετυμολογία γιατί έχουμε μία εικόνα για τα ελαφάκια σαν τρισχαριτωμένα πλάσματα, λυγερόκορμα, με τα μεγάλα τα ματάκια τους, τα μακριά και καλλίγραμμα ποδαράκια τους.

Όταν όμως ένα ελάφι τρομάξει χάνει όλη του τη χάρη και δείχνει ατσούμπαλο, δεν ξέρει προς τα πού να τρέξει και κάνει αδέξια βήματα ή και πηδήματα μέχρι να βρει τον καλύτερο δρόμο διαφυγής.

Ο xalikoutis στο ΔΠ, το αναφέρει σαν ηπειρώτικο, εγώ το έχω ακούσει από Θεσσαλούς.

Μπήκε μέσα, το αλαφάνταλο, πήρε μία βαλίτσα, πέταξε μέσα ό,τι έβρισκε, πλυμένα - άπλυτα - την σκελέα του παππού, και όταν έφτασε στο αεροδρόμιο ξαναγύρισε γιατί δεν είχε μαζί του το διαβατήριο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στις θεσσαλικές εκφράσεις: «καταπίνω γκουστέρες» και «κατεβάζω γκουστέρες».

Πιθανότατα από το γουστέρα.

Καταπίνω γκουστέρες: κάνω υπεράνθρωπες προσπάθειες να μην αντιδράσω σε προσβολές, ψεύδη κλπ, γιατί αν δεν συγκρατηθώ μαύρο φίδι που σ' έφαγε. Όσο καλή όμως και αν είναι η προσπάθεια, η ενόχληση αποτυπώνεται στο πρόσωπο και είναι φανερό σε όλους ότι με μία ακόμη λέξη η έκρηξη θα είναι αναπόφευκτη.

Κατεβάζω γκουστέρες: το ίδιο με το επάνω. Χρησιμοποιείται όμως και προς αποφυγή των κατεβάζω καντήλια-κατεβάζω χριστοπαναγίες κλπ ως λιγότερο βλάσφημο, αλλά πάντοτε σιωπηλό.

  1. - Τι του είπες και καταπίνει γκουστέρες;

  2. - Όχι μόνο την έκανε την μαλακία του πάλι ο προϊστάμενος, αλλά τα έριξε και στον Θανάση και μετά τον έκραξε κιόλας.
    - Γι αυτό κατεβάζει γκουστέρες από το πρωί;

με γκουστας του (από perkins, 12/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Kαι τζίνι.

Από το αγγλικό genius (ιδιοφυής, πανέξυπνος).

Ετυμολογικά: το τζίνιους (genius) και το τζίνι (genie) ταυτίζονται, καθώς στην γαλλική μετάφραση του «χίλιες και μία νύχτες» (καμία σχέση με το τουρκικό σαπούνι), χρησιμοποιείται η λατινική λέξη genius για να αποδώσει την αραβική jinn (πληθυντικός jinni), το γνωστό πονηρό πνεύμα των λυχναριών και/ή των μπουκαλιών.

Στα αγγλικά αποδόθηκε genie.

Αλλά, και στα λατινικά genius ήταν θεότητα ή πνεύμα προστάτης των ανθρώπων, κάτι σαν φύλακας άγγελος.

Τόσο το τζίνιους όσο και το τζίνι χρησιμοποιούνται με την ακριβή μετάφραση, δηλαδή πανέξυπνος, ιδιοφυής, ταλέντο, ικανός άνθρωπος, μάστορας. Η μόνη ίσως διαφορά με το τζίνι είναι ότι πιθανόν έχει και μία υποψία πονηριάς.

Βεβαίως αμφότερα χρησιμοποιούνται και με ειρωνικό τρόπο.

  1. … σου λέω, αν θες μάστορα για το λαπιτόπι
    να πας στον Μπάμπη, είναι τζίνιους με τα κομπιούτερ.

  2. - Πώς έγραψες μαθηματικά;
    - Ξέρω γω… κάτι αντέγραψα από δίπλα… - Τζίνι μου εσύ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

α) Λέγεται όταν κάποιος ψάχνει αφορμή να φέρει την κουβέντα σε προσφιλές του θέμα και να ξεκινά έναν (συνήθως) μονόλογο που έχουμε ακούσει χιλιάδες φορές έως τώρα, με αποτέλεσμα να γίνεται πρηξαρχίδης (παραδείγματα 1-3).

(Θυμηθείτε τον Σπύρο στους «Απαράδεκτους» που έψαχνε ευκαιρία να μιλήσει για το Πολυτεχνείο και τους αγώνες του).

β) Έπίσης για τους πολιτικούς που λεν τα ίδια και τα ίδια, ή λεν όλοι τα ίδια για να μην παρεκκλίνουν από την κομματική γραμμή, ή έχουν ετοιμάσει το «ποίημα» και ξεφεύγουν από αυτό όποια ερώτηση και αν τους κάνουν (παράδειγμα 4).

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχει περίπου την ίδια σημασία με την καραμέλα.

  1. - Αυτό που λες μου θυμίζει τότε που είχα πάει στην Γερμανία …
    - Έβαλε πάλι την κασέτα με την Γερμανία …

  2. - … Επειδή κάποιοι αλλοδαποί εγκληματούν δε σημαίνει ότι όλοι τους είναι εγκληματίες
    - Έβαλε πάλι την κασέτα με τον ρατσισμό...

  3. - Δώσε κανένα φράγκο, θέλω να πάρω παπούτσια.
    - Κι άλλα παπούτσια; Τόσα ζευγάρια έχεις. Το ξέρεις ότι ο παππούς σου…
    - Ωωωχ! μην βάλεις πάλι την κασέτα με τον παππού που πήγαινε ξυπόλυτος στο σχολείο… κρατάει ένα τέταρτο και εγώ βιάζομαι.

  4. Βουλευτής της αντιπολίτευσης που εμφανίστηκε στην τιβί με σκοπό να μιλήσει για την εξεταστική, αλλά η εκπομπή άλλαξε θέμα λόγω επικαιρότητας, σε οποιαδήποτε ερώτηση του δημοσιογράφου (οικονομικά / εκλογές / μεταναστευτικό / εξωτερική πολιτική / βάλε-ό,τι-άλλο-θες) απαντά: «μπλα μπλα (μας κοίμισε) … αλλά δεν είναι αυτό το θέμα, το θέμα είναι … μπλα μπλα (μας ξανακοίμισε) … δεν είναι η αναζήτηση της αλήθειας, αλλά η παραπομπή πολιτικών προσώπων της προηγούμενης κυβέρνησης χωρίς στοιχεία».
    Τηλεθεατής:
    - Έβαλε πάλι την κασέτα με τις σκοπιμότητες της κυβέρνησης.

(από perkins, 27/09/10)

Βλ. και βάζω την κασέτα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δημόσιο γραφείο, όπου καταχωρίζονται γεννήσεις, γάμοι, θάνατοι των πολιτών.

Υποκατηγορία κουτσομπόλας (κατίνας) με εξειδίκευση στις χρονολογίες, κυρίως γεννήσεων και γάμων.

  1. - Μπλα μπλα … παντρεύτηκα 18 χρονών …
    - ... Μα τι λες, αφού γεννήθηκες το ’52 και παντρεύτηκες το ’74, δηλαδή… (μετράει χρόνια) … 24 ετών!
    - Με την Καίτη το ληξιαρχείο πήγες να τα βάλεις;

  2. - Εσύ που είσαι ληξιαρχείο, ξέρεις πότε γεννήθηκε η θεία Ευανθία;
    - (χωρίς καν να το σκεφτεί) Το ’32, αλλά η ταυτότητά της γράφει το ’36. Ήταν βλέπεις ο θείος σου ο Χαράλαμπος της χωροφυλακής και είχε τα μέσα…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified