Παγώνω απο το υπερβολικό κρύο.

- Ξύλιασα εχθές περιμένοντας επί μια ώρα το λεωφορείο να περάσει.
- Εμ κι εσύ που πήγαινες με τέτοιο χιόνι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο στρατό είναι το Κέντρο Εκπαίδευσης Βαρέων Όπλων.
Για τους στρατεύσιμους που περνάγαν δύσκολες στιγμές σήμαινε:
Κάπου Έξω Βρίσκεται Ο Παράδεισος.

-Πού να ήξερα πως όταν θα υπηρετούσα στο ΚΕΒΟΠ αυτά τα αρχικά θα σήμαιναν για μένα: Κάπου Έξω Βρίσκεται Ο Παράδεισος. -Ήταν δύσκολα;
-Άσ' τα να πάνε φίλε μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο στρατιώτης που υπηρετεί σε Λόχο Εφοδιασμού Μεταφορών.

- Υπηρετείς σε δύσκολη μονάδα;
- Είμαι σε Λόχο Εφοδιασμού Μεταφορών...
- ΛΕΜές δηλαδή είσαι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι έκφραση που υποδηλώνει πως κάποιος δυσκολεύει τη ζωή κάποιου άλλου σε υπερβολικό βαθμό.

- Τελικά η Μαίρη πήρε διαζύγιο. - Καιρός ήταν! Δεν πήγαινε άλλο πια η κατάσταση με τον βίαιο σύζυγό της. Της έκανε τον βίο αβίωτο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει ότι γίνεται κάτι βιαστικά, πρόχειρα και χωρίς έλεγχο.

- Πέρασαν 3 μήνες και ακόμα να μου επιστρέψει ο Τάκης τα λεφτά που του είχα δώσει όταν μου ζήτησε. - Καλά ρε φίλε και εσύ έτσι αβασάνιστα πας και δανείζεις χρήματα; Αυτός είναι άνεργος 2 χρόνια, έπρεπε να το είχες σκεφτεί καλύτερα πριν το κάνεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εννοούμε τον άβουλο άνθρωπο, που δεν έχει δικαίωμα επιλογής ή πρωτοβουλίας και εκτελεί τις εντολές κάποιου άλλου που δρα παρασκηνιακά και δεν θέλει να φαίνεται.

- Δε φταίνε οι διαιτητές για τα χάλια του ελληνικού ποδοσφαίρου, αυτοί είναι απλά μαριονέτες, πίσω απο αυτούς βρίσκονται παράγοντες, διοικήσεις και πρόεδροι σωματείων που κινούν τα νήματα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν έχει καθόλου λεφτά, ο πολύ φτωχός.

Ο Γιώργος επένδυσε όλα του τα χρήματα για να κάνει μια επιχείρηση που τελικά δεν πήγε καλά και έμεινε απένταρος.

Βλ. και αδέκαρος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως και ο απένταρος, είναι ο φτωχός, αυτός που δεν έχει καθόλου λεφτά. Ενίοτε το χρησιμοποιούμε για να δείξουμε οτι δεν έχουμε καθόλου λεφτά πάνω μας όταν τα χρειαζόμαστε.

- Ρε φίλε, μόλις ανακάλυψα ότι δεν πήρα μαζί το πορτοφόλι μου, θα πληρώσεις και το δικό μου ποτό να στα δώσω μετά γιατί τώρα είμαι αδέκαρος;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που δείχνει τον άδικο χαμό κάποιου, που δεν πρόσεχε, δεν είχε πάρει τα ανάλογα μέτρα προστασίας.

Βάζε παιδί μου το κράνος όταν οδηγείς την μηχανή! Έτσι δεν το έβαζε και ο γιος της κυρα - Ελένης και είχε ένα ατύχημα με τη μηχανή και πήγε αδιάβαστος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια τραγουδίστρια με πολύ καλή φωνή.

Είδες την καινούργια τραγουδίστρια ήρθε στο μαγαζί;
Εντυπωσιακή εμφάνιση και απο φωνή αηδόνι!

Got a better definition? Add it!

Published