Έκφραση χαράς απο στρατιώτη που κοντεύει να απολυθεί. Συναντάται μαζί με το τρελελέ.

Απολελέ και τρελελέ ψάρακες!

Got a better definition? Add it!

Published

Συνώνυμο της σέντρας, είναι περιπαικτικά ο τάκος, η γραμμή αναφοράς στο στρατόπεδο.

- Ακόμα να πας στα μαγειρεία να καθαρίσεις; Βγές αύριο στην tak line από μένα, που θες να λουφάρεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδανική κατάσταση για τον στρατιώτη. Τη μία μέρα έχει υπηρεσία, την άλλη είναι εξοδούχος.

- Πως σε πάει η υπηρεσία;
- Πολύ καλά! Μία-μία

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γρήγορα, στη στρατιωτική γλώσσα.

- Γεωργίου, φύγε σφαιράδην μέχρι την πύλη να φέρεις το βιβλίο αναφοράς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τουαλέτα στη στρατιωτική αργκό.

Πάλι με έβαλε αγγαρεία να καθαρίσω την καλιόπη!

Got a better definition? Add it!

Published

Το οκταγωνικό τζόκεϋ που φοράνε οι αξιωματικοί στον στρατό.

Άμα σε δει ο διοικητής να φοράς οκτάγωνο σε βλέπω αύριο στη σέντρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το δίκοχο μπερέ της στολής εξόδου του στρατιώτη.

Μέχρι να μπείτε στο αεροπλάνο να φοράτε όλοι τις τυρόπιτες γιατί έχει στρατονόμους έξω που κυκλοφορούν.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο τσακωμός μεταξύ νέων στρατιωτών.

Χτες πλακώθηκε ο Γεωργίου με τον Αντωνίου. Τρελή ποντικομαχία!

Βλ. και ποντίκι.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο χακί, μακρόστενος σάκκος εκστρατείας που έχουν τα προσωπικά τους είδη οι στρατιώτες.

- Αύριο θα έρθει ο ταξίαρχος επιθεώρηση στο λόχο. Θέλω ο θάλαμος να λάμπει και τα λουκάνικα να είναι σωστά στη θέση τους. Βάλτε και κανένα χαρτόνι μέσα να μη ζαρώνουν.

"Λουκάνικο" (σάκος ιματισμού). (από patsis, 21/05/10)Από το κόμιξ "12 μήνες θητεία" (Σπύρος Κόντης, εκδόσεις Μαμουθκόμιξ) (από Cunning Linguist, 14/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο συνοδός-βοηθός (συνήθως στρατιώτης) του αξιωματικού - αρχηγού της περιπόλου στο στρατόπεδο.

- Σήμερα περίπολο είναι ο επιλοχίας Μήτσου και περιπολόπουλο ο στρατιώτης Χρήστου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified