Είναι έκφραση που υποδηλώνει πως κάποιος δυσκολεύει τη ζωή κάποιου άλλου σε υπερβολικό βαθμό.
- Τελικά η Μαίρη πήρε διαζύγιο. - Καιρός ήταν! Δεν πήγαινε άλλο πια η κατάσταση με τον βίαιο σύζυγό της. Της έκανε τον βίο αβίωτο...
Είναι έκφραση που υποδηλώνει πως κάποιος δυσκολεύει τη ζωή κάποιου άλλου σε υπερβολικό βαθμό.
- Τελικά η Μαίρη πήρε διαζύγιο. - Καιρός ήταν! Δεν πήγαινε άλλο πια η κατάσταση με τον βίαιο σύζυγό της. Της έκανε τον βίο αβίωτο...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Είναι ο στρατιώτης που υπηρετεί σε Λόχο Εφοδιασμού Μεταφορών.
- Υπηρετείς σε δύσκολη μονάδα;
- Είμαι σε Λόχο Εφοδιασμού Μεταφορών...
- ΛΕΜές δηλαδή είσαι...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Στο στρατό είναι το Κέντρο Εκπαίδευσης Βαρέων Όπλων.
Για τους στρατεύσιμους που περνάγαν δύσκολες στιγμές σήμαινε:
Κάπου Έξω Βρίσκεται Ο Παράδεισος.
-Πού να ήξερα πως όταν θα υπηρετούσα στο ΚΕΒΟΠ αυτά τα αρχικά θα σήμαιναν για μένα: Κάπου Έξω Βρίσκεται Ο Παράδεισος.
-Ήταν δύσκολα;
-Άσ' τα να πάνε φίλε μου...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Παγώνω απο το υπερβολικό κρύο.
- Ξύλιασα εχθές περιμένοντας επί μια ώρα το λεωφορείο να περάσει.
- Εμ κι εσύ που πήγαινες με τέτοιο χιόνι;
Κι άλλα για πολύ κρύο: γίνομαι αρχαίος, δάγκωσα τ' αρχίδια μου, δάγκωσα το καβλί μου, δαγκώσει, τον / την έχω, κάνει κρύο, καιρός για τρίο, Λος Ψόφος, μπιλοζίρια, πουτσόκρυο, τα αρχίδια μου έχουν γίνει φακές, τουρτουρίζω, τσάφι, τσόκρυο, ψόφος, ψωλόκρυο
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η πόρνη, η εύκολη γυναίκα που πηγαίνει με τον καθένα, σύμφωνα με τη μαύρη διάλεκτο των Η.Π.Α.
- Don't marry that hoe, she sucked too many dicks and you know the old saying, you can't turn a whore into a housewife.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο προαγωγός/ νταβατζής στην μαύρη διάλεκτο των Η.Π.Α.
Επίσης:
P - Person
I - Into
M - Marketing
P - Prostitutes
- Yo son, I am a motherfuckin' P.I.M.P.
Βλ. και τσάρλης, ο, πορνοβοσκός, ο
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κατά τη μαύρη διάλεκτο στις Η.Π.Α.:
1. Αυτός που παραπονιέται συνέχεια.
2. Ο αδύναμος και φοβιτσιάρης άντρας.
3. Η γυναίκα ή ο άντρας που δεν χαίρει καμιάς εκτίμησης ή συμπάθειας.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Εννοούμε το μαλθακό παιδί, το καλομαθημένο, που δεν αντέχει τις κακουχίες και γενικά δεν μπορεί να κουράζεται.
- Πώπω τι βουτυρόπαιδο είναι αυτός ο Κώστας! Παίζαμε χτες μπάλα με τα υπόλοιπα παιδιά της γειτονιάς και μόλις έπεσε και χτύπησε το γόνατο του, έφυγε τρέχοντας για τη μαμά του να του το δέσει!
Συνώνυμα του μαλθακός: άβγαλτος, αΐδρωτος, βουτυρομπεμπές, βουτυρόπαιδο, κολεγιόπαιδο, λάκης, λαπάς, μαμάκιας, μαμόθρεφτο, μπουκμαμάς, παπαδάκι, πούδρας, σουβλίτσα, σοφτ, τρυφερό πόδι, φλούφλης, φλώρος, χαλβάς.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αντικείμενο πολυχρησιμοποιημένο, με φθορές, που βγάζει πολλά προβλήματα και δεν συμφέρει να το έχουμε στην κατοχή μας και να το συντηρούμε. Συνήθως πρόκειται για αυτοκίνητα, μηχανάκια κλπ.
Κοίτα καπνούς που βγάζει το μπροστινό αμάξι! Καλά τώρα είναι δυνατόν να πέρασε ΚΤΕΟ αυτό το ρημάδι;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ρίχνω βίαια κάποιον στο έδαφος. Συναντάται σαν όρος κυρίως όταν αφορά σε παιχνίδια ποδοσφαίρου.
Είδες χάλια η διαιτησία; Τον γκρέμισε τον επιθετικό ο τερματοφύλακας και δεν έδωσε πέναλτι.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified