Είναι έκφραση που υποδηλώνει πως κάποιος δυσκολεύει τη ζωή κάποιου άλλου σε υπερβολικό βαθμό.

- Τελικά η Μαίρη πήρε διαζύγιο. - Καιρός ήταν! Δεν πήγαινε άλλο πια η κατάσταση με τον βίαιο σύζυγό της. Της έκανε τον βίο αβίωτο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο στρατιώτης που υπηρετεί σε Λόχο Εφοδιασμού Μεταφορών.

- Υπηρετείς σε δύσκολη μονάδα;
- Είμαι σε Λόχο Εφοδιασμού Μεταφορών...
- ΛΕΜές δηλαδή είσαι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο στρατό είναι το Κέντρο Εκπαίδευσης Βαρέων Όπλων.
Για τους στρατεύσιμους που περνάγαν δύσκολες στιγμές σήμαινε:
Κάπου Έξω Βρίσκεται Ο Παράδεισος.

-Πού να ήξερα πως όταν θα υπηρετούσα στο ΚΕΒΟΠ αυτά τα αρχικά θα σήμαιναν για μένα: Κάπου Έξω Βρίσκεται Ο Παράδεισος. -Ήταν δύσκολα;
-Άσ' τα να πάνε φίλε μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παγώνω απο το υπερβολικό κρύο.

- Ξύλιασα εχθές περιμένοντας επί μια ώρα το λεωφορείο να περάσει.
- Εμ κι εσύ που πήγαινες με τέτοιο χιόνι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πόρνη, η εύκολη γυναίκα που πηγαίνει με τον καθένα, σύμφωνα με τη μαύρη διάλεκτο των Η.Π.Α.

- Don't marry that hoe, she sucked too many dicks and you know the old saying, you can't turn a whore into a housewife.

ο πληθυντικός (από Jonas, 17/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο προαγωγός/ νταβατζής στην μαύρη διάλεκτο των Η.Π.Α. Επίσης: P - Person
I - Into
M - Marketing
P - Prostitutes

- Yo son, I am a motherfuckin' P.I.M.P.

Βλ. και τσάρλης, ο, πορνοβοσκός, ο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά τη μαύρη διάλεκτο στις Η.Π.Α.:
1. Αυτός που παραπονιέται συνέχεια.
2. Ο αδύναμος και φοβιτσιάρης άντρας.
3. Η γυναίκα ή ο άντρας που δεν χαίρει καμιάς εκτίμησης ή συμπάθειας.

  1. - You bitch at people? Is that all you do?
  2. - Dayum, youz a weak bitch if you lost that fight.
  3. - Dayum I hate that bitch! She's a bitch dude, off top!

The goal of a bitch. (από Galadriel, 02/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εννοούμε το μαλθακό παιδί, το καλομαθημένο, που δεν αντέχει τις κακουχίες και γενικά δεν μπορεί να κουράζεται.

- Πώπω τι βουτυρόπαιδο είναι αυτός ο Κώστας! Παίζαμε χτες μπάλα με τα υπόλοιπα παιδιά της γειτονιάς και μόλις έπεσε και χτύπησε το γόνατο του, έφυγε τρέχοντας για τη μαμά του να του το δέσει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αντικείμενο πολυχρησιμοποιημένο, με φθορές, που βγάζει πολλά προβλήματα και δεν συμφέρει να το έχουμε στην κατοχή μας και να το συντηρούμε. Συνήθως πρόκειται για αυτοκίνητα, μηχανάκια κλπ.

Κοίτα καπνούς που βγάζει το μπροστινό αμάξι! Καλά τώρα είναι δυνατόν να πέρασε ΚΤΕΟ αυτό το ρημάδι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρίχνω βίαια κάποιον στο έδαφος. Συναντάται σαν όρος κυρίως όταν αφορά σε παιχνίδια ποδοσφαίρου.

Είδες χάλια η διαιτησία; Τον γκρέμισε τον επιθετικό ο τερματοφύλακας και δεν έδωσε πέναλτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified