Έκφραση χρησιμοποιείται για να εκφράσει τον φόβο και το σοκ που προκαλεί κάποιος ή κάποιο γεγονός.

  1. Τώρα παριστάνετε τους μάγκες, μα άμα σας κάτσει κανένα τέτοια σκηνικό θα κατουρήσετε υδράργυρο.

  2. Όταν τον άρχισε στα καντήλια ο δίκας στην αναφορά, κατούρησε υδράργυρο από τον φόβο του ο φουκαράς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στρατιωτική αργκό που σημαίνει αραχτός. Συνώνυμα: αρντάν, ληγμένος κτλ.

- Σκάει μέσα η έφοδος και τους βρίσκει όλους τούμπα κατσαρίδα... Ακόμα χτυπάνε καμπάνες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξαιρετικά διαδεδομένος όρος μεταξύ των φαντάρων που σημάνει χαλαρά, εύκολα, ασυνήθιστα ξεκούραστα για τα στρατιωτικά δεδομένα.

Επίσης ο ορός χρησιμοποιείται και για τον ύπνο.

  1. - Την περάσαμε τούφα !!!

  2. - Όταν είναι ΑΥΔΜ ο Γερακάρης, όλο το στρατόπεδο είναι τούφα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπαξιωματικός του στρατού (από τις «σαρδέλες» που αποτελούν διακριτικά του βαθμού του).

Χαρακτηρισμός με σημασία παρόμοια με τον καραβανά. Συνήθως χρησιμοποιείται για τους υπαξιωματικούς που δεν προέρχονται από σχολή και θα μείνουν σχεδόν σε όλη τους την καριέρα υπαξιωματικοί.

Επίσης, ο όρος χρησιμοποιείται ειρωνικά και για τους φαντάρους που φέρουν βαθμό υπαξιωματικού (τσατσόσημο).

- Τι έγινε; Σου τα έπρηξε πάλι ο ΑΛΧΙΑΣ;
- Άσ' τον μωρέ, τον σαρδελά... μια ζωή και σήμερα... θα πήξει στη γκατζολία...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φαντάρος γραφέας, ο τσάτσος των ανωτέρων που, λόγω των αρμοδιοτήτων του (π.χ. να βγάλει υπηρεσίες), αποφεύγει κάθε δύσκολη δουλειά και υπηρεσία στο στρατόπεδο.

- Όλο το στρατόπεδο είναι τέντα για την επιθεώρηση και οι καλαμαράδες μέσα στο γραφείο αρντάν...
- Δεν τα ξέρεις, ρε σειρά; Αφού είναι οι μεγαλύτεροι τσιμπουκαράδες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρoς που χρησιμοποιούν οι στρατιώτες μεταξύ τους για να εκφράσουν πλήρη και προκλητική αποχή κάποιου από κάποια υπηρεσία ή διαταγή. Η υπερβολικά μη προβλεπομένη εκτέλεση των στρατιωτικών καθηκόντων σε βαθμό που προκαλεί τον θαυμασμό.

Αυτοί οι ΚΨΜιτζήδες δεν βγαίνουνε πια ούτε για περίπολο... το έχουν λήξει τελείως από κώλο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified