Το πιτσίλισμα με τρόπο ξαφνικό.

Κατούρησε στο χώμα και μπρουτσάφλησε τα μπγενάρια του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γριά που οδεύει για τα... αποδυτήρια (έσχατος + γρια).

Η σκατόγρια, όλους θα μας θάψει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορικά το πλαδαρό. Κυριολεκτικά το χταπόδι μόλις γεννήσει.

Όσο και να γυμνάζεται η Σοφία, πάντα αποχυμένη θα' ναι. Έρμη κληρονομικότητα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που μπορεί να χαρακτηριστεί ως απολύτως ειδικός για μια συγκεκριμένη ενέργεια.

Η μουσούδα του μυρμηγκοφάγου είναι ξεματοχινή να μπαίνει στη λιγκονότρυπα και να τσακώνει τα λιγκόνια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος άσχημης σαύρας.

Είναι η μούρη της σα σκουτρινέλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πούτσα του γέρου, η μαλαπέρδα.

Έπιασε με δυσκολία την πεσωμένη του και κατούρησε με κόπο τα παπούτσια του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πικρό.

Αυτό το φάρμακο ήτανε δροπίκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτελώ την ερωτική πράξη.

Σε έκοψα από αβγόκομα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με νευρίασες.

Άσε με και μου σήκωσες αίρεση!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τυλιγμένο κυκλικό ύφασμα που βάζανε οι γυναίκες στο κεφάλι για να ακουμπήσουν πάνω και να μεταφέρουν φορτία (τώρα καλομάθανε)...

Τύλιξε την ποδολόα της και φόρτωσε στο κεφάλι της το σφαχτό.

(από protnet, 25/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified