Προέρχεται από την Ελληνική λέξη βλάκας και την Αγγλική hacker. Χαρακτηρίζει τον αδαή κομπιουτεράκια που νομίζει πως γνωρίζει τα πάντα που σχετίζονται με υπολογιστές. Η πεποίθησή του ότι είναι hacker συνοδευόμενη με επιδειξιομανία τον καθιστούν γελοίο στους γνώστες και βαρετό στους υπολοίπους.

- Ο Μάκης μου είπε ότι μπορεί να σπάσει τους κωδικούς του e-mail μου. Λες να μπορεί να το κάνει;
- Τι κάθεσαι κι ακούς. Ο τύπος είναι βλάκερ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ορισμός 1

Ηλεκτρομηχανική (υποθετική άραγε;) συσκευή που διευκολύνει την ενίοτε κουραστική διαδικασία του ξύσιμου αρχιδιών. Πλεονεκτεί, γιατί μετά από παρατεταμένη χρήση, και όταν τα επίμαχα σημεία αρχίσουν να ματώνουν, εκκρίνει ποσότητα ιωδίου για την απολύμανσή τους, διασφαλίζοντας την τοπική υγιεινή.

Έμμεσα προσδιορίζει και την ψυχολογία του χρήστη / ιδιοκτήτη, ο οποίος σε κατάσταση πλήρους βαρεμάρας αδυνατεί ακόμα και τ' αρχίδια του να ξύσει.

Ορισμός 2

Ειρωνική αναφορά σε προϊόντα τηλεδιαφήμισης, αμφιβόλου αναγκαιότητας και λειτουργικότητας.

- Θ' αράξω σπίτι τ' απόγευμα και θα βγάλω απ' το ντουλάπι την ξύστρα ιωδίου.
- Αγαπούλα, άλλαξε κανάλι, βαρέθηκα ν' ακούω για τις ξύστρες ιωδίου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified