Αυτός που γαμιέται. Που δέχεται πούτσες.

Και τι σού 'φταιξε ο Αντώνης, ρε καθυστερημένο πουτσόπανο; Τράβα γαμήσου, ρε τραβελόπουστα. Με τις γαμημένες κωλοπαπαριές σου και τα πουτσιλίκια σου, ρε μαλακιστήρι. Ένα γκεϊλίκι είναι η ζωή σου, ρε λούγκρα. Γεμίσαμε πουτσολήπτες. Με εσένα το καλύτερο παράδειγμα. Παρ' τ' αρχίδια μας και ξεκουμπίσου, ρε τριπούτανο. Το μπούλο. Μέγα πουτσολήπτη. Λαμπουρόφατσα.

Βλέπε και τρώω πούτσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το γυφτιλίκι, το γκεϊλίκι και η εξουσία που ασκείται μέσω αυτών.

  2. Κάτι σαν το γκεϊμπέκικο, αλλά με στοιχεία τσιφτετελιού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γλείψιμο, είτε με τη μεταφορική έννοια, είτε με την κυριολεκτική.

Πολύ κωλογλείφτης ο φίλος σου, ε; Όλο γλειφτετέλια είναι. Πες του να τη κάνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έρχεται απ' το αγγλικό difference και σημαίνει διαφορά.

-Θέλεις το πρώτο ή το δεύτερο;
-Όποιο να 'ναι, μωρέ... σιγά τη ντίφρα.

Δες και .

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτοί που έχουν κόλλημα με τον Ομπάμα. Όχι απαραίτητα κακό.

- Έχω ένα φίλο που έχει κόλλημα με τον Τζέφρι!
- Σοβαρά, ε; Κι εγώ είμαι μπαρακάξα. - Αλήθεια; Ε, ο καθένας τη γνώμη του...

Ceci n\'est pas une Barakaxe (από Vrastaman, 22/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified