Ο αποτυχημένος, ο looser.
- Πάλι αυτόν τον μαντζίρη μάς έφερες; Μας χαλάει το κέφι να τον βλέπουμε στη μαντζιριά του.
Ο αποτυχημένος, ο looser.
- Πάλι αυτόν τον μαντζίρη μάς έφερες; Μας χαλάει το κέφι να τον βλέπουμε στη μαντζιριά του.
Βλ. και μαντζιριά.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η ιδιότητα του μαντζίρη (για όλους τους ορισμούς).
Αυτός, με τη μαντζιριά του έχει γίνει πλούσιος.
Η μαντζιριά αυτής της γκόμενας είναι κολλητική. Σε λίγο θ'αρχίσουμε όλοι να κλαίμε.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Δαγκώνω το καυλί μου: υφίσταμαι υπερβολικό κρύο.
Δεν καταφέραμε να ανάψουμε το τζάκι στο εξοχικό του και δαγκώσαμε το καυλί μας.
Got a better definition? Add it!
Published
Aπρόβλεπτα δύσκολη άσκηση, εργασία.
Μου βγήκε ένα καυλί στη δουλειά. Πάτε εσείς και θάρθω και εγώ μετά, όταν τελειώσω.
Got a better definition? Add it!
Published