Aπρόβλεπτα δύσκολη άσκηση, εργασία.
Μου βγήκε ένα καυλί στη δουλειά. Πάτε εσείς και θάρθω και εγώ μετά, όταν τελειώσω.
Aπρόβλεπτα δύσκολη άσκηση, εργασία.
Μου βγήκε ένα καυλί στη δουλειά. Πάτε εσείς και θάρθω και εγώ μετά, όταν τελειώσω.
Got a better definition? Add it!
Published
Δαγκώνω το καυλί μου: υφίσταμαι υπερβολικό κρύο.
Δεν καταφέραμε να ανάψουμε το τζάκι στο εξοχικό του και δαγκώσαμε το καυλί μας.
Got a better definition? Add it!
Published
Η ιδιότητα του μαντζίρη (για όλους τους ορισμούς).
Αυτός, με τη μαντζιριά του έχει γίνει πλούσιος.
Η μαντζιριά αυτής της γκόμενας είναι κολλητική. Σε λίγο θ'αρχίσουμε όλοι να κλαίμε.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified