Τα θαλασσώνω, αποτυχαίνω αλλά δεν ήρθε και το τέλος του κόσμου, εξού και ο χαρακτηριμός μουνάκι και όχι μουνί. Δικαιολογούμαι εν μέρει λόγω απειρίας.

Άσε, άφησα τον μικρό δυο μέρες μόνο του στο μαγαζί και τα έκανε λίγο μουνάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτοεπιβεβαιωτική έκφραση που λέγεται κατά το τσούγκρισμα ποτηριών σε τσιπουράδικα, ταβέρνες και γενικά αλκοολοπωλεία, από παρέες που αποτελούνται μόνο από άτομα αρσενικού φύλου.

- Άιντε γεια μας και στα μακρυά πουλιά μας!
- Βασίλη φέρνε!

+ουσίες & χυνοπνεύματα (από GATZMAN, 09/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified