Χαλικούτες ήταν ομάδες Βορειοαφρικανών κυρίως από Λιβύη, που ήρθαν στην Κρήτη κατά τον 18ο αι. και αποτελούσαν την πιο φτωχή και εξαθλιωμένη τάξη των μουσουλμάνων του νησιού. Η λέξη προέρχεται από το αραβικό χαλκ, που σημαίνει λαός και συνεκδοχικά σημαίνει λαουτζίκος, πλέμπα. Στην κρητική διάλεκτο έχει την έννοια του παρία, του βρωμιάρη του σιχαμένου παρόμοια με την βρισιά της κοινής Νέας Ελληνικής «τουρκόγυφτος».

Για τους παλαιότερους ήταν σοβαρή βρισιά.

Επήγανε για μπάνιο στη θάλασσα και γινήκανε σα τζι χαλικούτηδες....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη όμως είναι συνηθέστερη ως βασιβουζούκοι / μπασιμπουζούκοι με σ κι όχι ζ.

Κατά λέξη σημαίνει χαλασμένο (bozuk) κεφάλι (baş).

Οι άτακτοι αυτοί εμφανίζονται σε ευρεία χρήση από την Οθωμανική Αυτοκρατορία ήδη από τον 15ο-16ο αιώνα και όχι τον 19ο.

Οι βασιβουζούκοι ήταν η αναλώσιμη δύναμη του σουλτάνου, οι άτακτοι που έτρεχαν πρώτοι στα τείχη και είχαν ως σκοπό να κουράζουν τους αμυνόμενους και να προετοιμάζουν την επίθεση των σπαχήδων.

(από Vrastaman, 18/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified