Η λέξη όμως είναι συνηθέστερη ως βασιβουζούκοι / μπασιμπουζούκοι με σ κι όχι ζ.

Κατά λέξη σημαίνει χαλασμένο (bozuk) κεφάλι (baş).

Οι άτακτοι αυτοί εμφανίζονται σε ευρεία χρήση από την Οθωμανική Αυτοκρατορία ήδη από τον 15ο-16ο αιώνα και όχι τον 19ο.

Οι βασιβουζούκοι ήταν η αναλώσιμη δύναμη του σουλτάνου, οι άτακτοι που έτρεχαν πρώτοι στα τείχη και είχαν ως σκοπό να κουράζουν τους αμυνόμενους και να προετοιμάζουν την επίθεση των σπαχήδων.

(από Vrastaman, 18/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και βασιβουζούκος, μπαζιμπουζούκος.

Από το τουρκικό başıbozuk που σημαίνει «ανεξάρτητος, άτακτος», ήταν η ονομασία που δόθηκε τον 19ο αιωνα σε Τούρκους ατάκτους στρατιώτες, που συνήθως διέπρατταν ωμότητες και λεηλασίες, τρομοκρατώντας τους χριστιανικούς πληθυσμούς.

Η φράση σήμαινε μετά γενικά τον βάρβαρο, τον άξεστο και ωμό, τον φωνακλά. Αλλά με τον καιρό, έχει απομείνει μόνο το αστείο του ήχου της, κι έτσι είναι μια γενικότατη βρισιά, που κανείς δεν ξέρει ακριβώς τι σημαίνει, θυμίζει λίγο και το μπουζούκι και το συνεννόηση μπουζούκι και το χρησιμοποιούμε στην φράση «μην κάνετε σαν μπαζιμπουζούκοι»!

Με το που μπήκε ο Ριβάλντο στο γήπεδο, άρχισαν να κάνουν όλοι σαν μπαζιμπουζούκοι.

οι σφαγείς του Ηρακλείου (1897) Βαζιβουζούκοι (από xalikoutis, 17/05/09)(από Vrastaman, 18/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified