Ο αναξιόπιστος ή ο «χαμένος». Χρησιμοποιείται και σαν φιλική βρισιά.

- Πού ήσουν χτες ρε μαλάκα, σε χάσαμε.
- Εε, με ένα γκομενάκι είχαμε βγει.
- Έτσι, ε, ...κουφάλα, και στον φίλο σου κουβέντα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μέρος που έχει μόνο άντρες. Μια παρέα όλο άντρες. Συνώνυμα: αρχιδόκαμπος, αρχιδαρία, ψωλαριό, πουτσαρία, πουτσοπανήγυρος.

- Τι έλεγε το μπαράκι χτες, γκομενάκια είχε;
- Σοβαρέψου ρε, στο Eindhoven είμαστε, σκέτη ψωλαρία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified