Λέγεται για κάποιον ο οποίος τελικά δεν καταφέρνει να έχει συνέπειες, να ριζώσει, να κάνει κατάσταση, αλλά έρχεται και παρέρχεται. Όπως μια μπαλιά στο ποδόσφαιρο που περνάει και δεν βρίσκει τίποτα, ούτε δοκάρι ούτε γκολ.

  1. Τον διαφημίσανε ως μεγάλο σταρ από το ΝΒΑ, αλλά τελικά πέρασε και δεν ακούμπησε. Δεν κατάφερε να προσαρμοστεί στην Ευρώπη.

  2. Κι εδώ που τα λέμε, και ως Υφυπουργός πέρασε και δεν ακούμπησε. Πώς να τον εμπιστευτείς μετά;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κοπέλα που κλείνει τα ραντεβού σε κάθε είδους γραφεία. Αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για κάποιον παράγοντα ή μεσάζοντα που «κλείνει» κάτι, μια συμφωνία, μία συνάντηση κ.τ.λ.

  1. - Βρήκε δουλειά η Άννα;
    - Της πρότεινε ένας ψυ να την πάρει για κλείστρα, αλλά με τόσα χρόνια σπουδές δεν της κάνει καρδιά.

  2. - Καλά οι καταδύσεις περιλαμβάνονται στο πρόγραμμα που δίνει το ξενοδοχείο;
    - Όχι, αλλά μου δώσανε το τηλέφωνο της κλείστρας κι έχω κάνει τα κονέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σκατιάρης, το βρωμερό υποκείμενο που βρωμάει και ζέχνει.

Γέμισε ο Κορυδαλλός με σκατιάδες που τα τρώγανε επί χρόνια, αλλά ακόμη δεν έχουμε ξεβρωμίσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βρισιά με την οποία βρίζουμε κάποιον ότι γαμάει την αδερφή του.

Έτσι αδερφογαμιάδες! Όταν θα παίζουμε στην Ευρώπη, θα μας βλέπετε από τον καναπέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι διάφορες παροχές ή ευκολίες ή ποσοστό από τις οφειλές σου που σου δίνει το κράτος για να γίνεις ρουφιάνος.

  1. Με το ρουφιανομπόνους που δίνουν στους ελεγκτές εισιτηρίων δεν είναι να απορεί κανείς που έχουμε θύματα.

  2. Να ανάψουμε τζάκι ή θα μας καταδώσει κανείς για το ρουφιανομπόνους;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified