Είδος προσφώνησης, με γλυκιά διάθεση, συγγενών συνήθως αρρένων( πατεράδων, θείων, παππούδων και μπαρμπάδων εν γένει) αλλά και θηλέων προς τα μικρά αγοράκια του σογιού. Απαντάται κυρίως στη δυτική Πελοπόννησο, καθώς και στη δυτική Στερεά, από Φωκίδα και δυτικότερα. Παρά το τραχύ της παραπομπής στο ανδρικό μόριο, δεν εμπεριέχει καμία απολύτως αποστροφή ή αποδοκιμασία ούτε απαγγέλλεται με πρόθεση εξύβρισης.Τουναντίον συνοδεύεται από συναισθήματα γλυκύτητας και ζέσης συνοδευόμενα από έναν υποσεινήδητο κομπασμό ότι ακόμη μία πουτσούλα ανατρέφεται σε αυτό τον ένδοξο οίκο( σήμερα πουτσούλα, αύριο κανόνι).

Παράδειγμα: Είναι ο παππούς με τον εγγονό στο χωράφι και μαζεύουν καρπουζάκι Αμαλιάδας πολύ περιποιημένο.Καποια στιγμή ο εγγονός ρωτάει -παππού τι ώρα θα πάμε στη γιαγιά ; Κι ο παππούς αποκρίνεται γλυκά - Πείνασες, πουτσούλαμ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1)ορισμός από την ελληνική βικηπαδεία: Το κασέρι (ή κασσέρι) (απο τουρκ. kaşar1) είναι ημίσκληρο τυρί από πρόβειο και κατσικίσιο γάλα, με συμπαγή μάζα χωρίς τρύπες. Παράγεται σε κυλινδρικά κεφάλια διαμέτρου 30 και ύψους 10 εκατοστών εμβαπτισμένα σε φυσικό κερί. Το κασέρι μπορεί να διατίθεται και σε παραλληλεπίπεδες φραντζόλες μήκους 30 εκατοστών και διατομής 10x10 εκατοστών. Παρασκευάζεται κυρίως στη Μακεδονία, τη Θεσσαλία, τη Θράκη και τη Λέσβο – όπως και σε πολλά μέρη της Τουρκίας.[εκκρεμεί παραπομπή]

Το κασέρι έχει καταχωρηθεί ως προϊόν Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης (Π.Ο.Π.)2 με τον Καν.(ΕΟΚ)1107/96 της Ευρωπαϊκής Ένωσης .


2)Σύμφωνα με τους Θεσσαλονικείς, σελεμελέδεςσελεμελές / σελεμελού και εν γένει βορειοελλαδίτες, κασέρι αποκαλείται οποιοδήποτε κίτρινο ή πορτοκαλί-πάντως όχι λευκό-τυρί, σε αντιδιαστολή με τα λευκής αποχρώσεως τυροκομικά, τα οποία αποκαλούνται τυριά.Έτσι κατά τη βορειοελλαδίτικη σλανγκιάσλανγκ, τυρί είναι η φέτα, η μυζήθρα, το μανούρι, το ανθότυρο, ενώ κασέρια το παραδοσιακό κασέρι, η γραβιέρα, το γκούντα, ένταμ, τσένταρ, καμαμπέρ, έμμενταλ κι εν γένει οποιοδήποτε κίτρινης αποχρώσεως τυροκομικό.πρόβλημα γεννά εδώ η κατάταξη του τυροκομικού <κεφαλοτύρι>, δοθέντος, ότι είναι ένα κιτρινόλευκο τυρί.Εδώ οι περισσότεροι λαλάδες, μπαγιάτες μπαγιάτηςκαι μη, αναφέρουμε απλώς το κεφαλοτύρι, χωρίς να εξειδικεύουμε αν πρόκειται για τυρί ή κασέρι.Έτσι η σχετική πίτα, ονομάζεται κασεροζαμπονόπιτα ή σπανιότερα ζαμπονοκασερόπιτα, δίχως κανέναν να ενδιαφέρει τι τυροκομικό πράγματι πλαισιώνει το επίσης αγνώστου προελεύσεως αλλαντικό.

Παράδειγμα εδώ

στο σούπερ μάρκετ. -Καλησπέρα σας.Σε κασέρι τι έχετε? -Υπάρχει γκούντα Ολλανδίας, Ένταμ, Ελβετικό Έμμενταλ και Κεφαλογραβιέρα Νάξου.


3) Και πάλι στη Θεσσαλονικιώτικη μαγκιώρικη μάγκας και συγκεκριμένα δυτικοκαγκούρικη κάγκουρας σλανγκ, ο αντικοινωνικά ξενέρωτος άνθρωπος με δόσεις ηλιθιότητας και κοινωνικής αποκλίσεως.Πρόκειται για χαρακτηρισμό συνώνυμο του λούληλούλης, συναντώμενο ιδιαίτερα σε τιμημένες γλωσσικά δεκαετίες, όπως τα 80's και 90's, οδηγούμενο βαθμηδόν σε εξαφάνιση(αλλά γι'αυτό υπάρχει και το slang.gr, για να διασώσει τη γλωσσική πολιτιστική μας κληρονομιά), προφανώς αποδιδόμενο σε άνθρωπο με τις ιδιότητες του μαλακού ενίοτε γαλακτοκομικού, μαλθακό κι ευάλωτο, που λιώνει εύκολα, σαν το κασέρι(ήτοι ως άνω υπό στοιχείο 2, όλα τα κίτρινα τυριά).

Παράδειγμα εδώ

-Αδερφέ, επειδή δηλαδή η φτώχεια θέλει καλοπέραση, σήμερα θα μαζευτούμε όλοι στο πατρικό μου, λείπουν οι γέροι μου Χαλλλκιδική, θα φέρει κι ο καθένας τα ξύδια του, θα γίνει φάση σε μιλάω. -Ρε καρντασάκο, όλα γκαλλά, αλλά τη ντελευταία φορά ο αποκάτω μας έφερε τους μπάτσους ναούμε. -Ρε άααασε τώρα τον αποκάτω, άμα τάχει τα κάκκαλα, ας με πει στα ίσια, ότι τον ενοχλάω.Άααντε τώρα, το κασέρι.

Got a better definition? Add it!

Published

Η ευκοίλια σε υπερθετικό βαθμό.

Όταν μπαίνοντας στην τουαλέτα και σε χρονικό διάστημα το πολύ τριών δευτερολέπτων, σχεδόν ταυτόχρονα με το κάθισμα στη στεφάνη της πάπιας ή και πριν από αυτό, στον αέρα, εκσφενδονισθεί το απροσδιόριστο στερεό-υγρό καφετιάς ή μάλλον κίτρινης αποχρώσεως, με ταχύτητα και ορμή μη ελέγξιμη.

Δεν πρέπει να συγχέεται με το κατούρημα από τον κώλο, όταν, ως απόρροια όμοιας στομαχικής διαταραχής, απλώς το παχύ έντερο αναβλύζει όμοιο υγρό σε σταθερή κατακόρυφη κατεύθυνση και όχι διασπασμένο. Στην περίπτωση του γκράφιτι, οι πιτσιλιές εκσφενδονίζονται προς όλα τα σημεία του ορίζοντα, συνοδεύονται από έναν ή αλλεπάλληλους ήχους σαν κλανίδια, που περιέχουν υγρό, όμως, ενώ ταυτόχρονη είναι η σε κάθε περίπτωση εκπομπή αερίων μαζί με τα υγρά, αερίων, που κι αυτά εκτρέπουν το ως άνω υγρό σε ακαθόριστες τροχιές.

Η όλη αυτή διασπορά ομοιάζει με σπρέι χρησιμοποιούμενο για γκράφιτι στους τοίχους, ενώ τα εκπεμπόμενα του κώλου υγρά, καταλήγουν συχνά κι εκτός λεκάνης, ακόμη και στο πάτωμα ή ψηλά στο καζανάκι.

- Μαλάκα μου καλά περάσαμε εχτές, αλλά την άλλη φορά να πιούμε λιγότερο. Όλο το βράδυ βάραγα ρουκέτες.
- Εγώ να δεις, τρεις φορές ξύπνησα για τσίρλα και πριν προλάβω καλά καλά να καθίσω, έκανα γκράφιτι στο στεφάνι της τουαλέτας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified