Χρησιμοποιείται στην αρχή μιας πρότασης για να προσδώσει έμφαση σε αυτά που ακολουθούν.
- Τι έλεγε χθες στο πάρτι, καλά ήταν;
- Άσε, χαμός έγινε, έχασες!
Χρησιμοποιείται στην αρχή μιας πρότασης για να προσδώσει έμφαση σε αυτά που ακολουθούν.
- Τι έλεγε χθες στο πάρτι, καλά ήταν;
- Άσε, χαμός έγινε, έχασες!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Τσακώνομαι άσχημα με κάποιον. Προφανώς η έκφραση προέρχεται από τα παιχνίδια με τις μπίλιες και τις μεταξύ τους δυνατές συγκρούσεις.
- Τι έγινε στο μαγαζί που πήγατε χθες;
- Άσε, την έπεσε ο μπάρμαν στη δικιά μου και γίναμε μπίλιες!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Απάντηση που δίνεται ειρωνικά, όταν κάποιος περιμένει από εμάς να τον καθησυχάσουμε για κάτι... Έτσι, για να τον κρατάμε σε επιφυλακή!
- Θα μου φέρεις το απογευματάκι τα πράγματα που σου ζήτησα; Μην το ξεχάσεις πάλι, ε;
- Εντάξει, μείνε ανήσυχος...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Νευριάζω.
- Γιατί στράβωσες έτσι με τον Τάσο;
- Ε πώς να μην στραβώσω, τέτοιος παρτάκιας που είναι;
Βλ. και τρώω στράβωμα, έφαγα στράβα
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Είναι ο μεταλλάς που ακούει ή παίζει καφρίλες, δηλαδή death metal (αλλά και γενικά όποιο παρακλάδι του μέταλ περιέχει πολλή βαβούρα και βοθραλέα φωνητικά). Στα ντουζένια του ο καφρομεταλλάς δεν θέλει να έχει καμιά απολύτως σχέση με ποζεριές, η τραγική του κατάληξή είναι όμως συχνά ακριβώς αυτή: κουρασμένος από τις πολλές καφρίλες, το γυρίζει τελικά στα αγαπησιάρικα, και όποιος δεν με πιστεύει, ας ρωτήσει τον Σπύρο των Deviser...
- Να πάρουμε για κιθαρίστα τον Τάσο;
- Τι λες ρε μαλάκα, αυτός είναι καφρομεταλλάς, δεν κολλάει!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυτός που μοιάζει να προέρχεται από τα βάθη του βόθρου. Συνήθως χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει φωνητικά όπως αυτά που συνηθίζονται στο death metal (βλέπε καφρίλα και άκου το ηχητικό δείγμα).
- Πώω ρε φίλε, άκου βοθραλέα φωνή ο Corpsegrinder...!
- Σπέρνουν οι Cannibal Corpse!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Είναι το death metal τραγούδι. Χαρακτηριστικό του είναι οι βαριές, χαμηλά κουρδισμένες κιθάρες, τα βοθραλέα φωνητικά και οι splatter/κλινικοί/αηδιαστικοί (συνήθως) στίχοι (παραδείγματα τίτλων: "Fucked with a knife", "Necrocannibalistic vomitorium", "Lavaging expectorate of lysergide composition", "Regurgitated guts" κτλ). Πέρα από το death metal πάντως, καφρίλα λέμε και τραγούδια άλλων ειδών του metal που όμως μοιάζουν αρκετά (π.χ. grind).
Η λέξη καφρίλα δεν έχει απαραιτήτως κακή σημασία: αν και οι πολέμιοι του τον χαρακτηρίζουνε κάφρο, ο οπαδός του death metal το έχει τιμή του και καμάρι του!
- Πάμε στο Texas; Την τελευταία φορά έβαλε Death και στο καπάκι Pestilence...
- Έτσι, έτσι ρε φίλε, καφρίλες!! Πάμε!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Από το τουρκικό düzen (= αρμονία), σημαίνει είμαι στα κέφια μου, βρίσκομαι στην καλύτερή μου φάση.
- Μπράβο Γιώργο, είσαι σφίχτης βλέπω...
- Τώρα έχω πέσει, που να μ' έβλεπες πριν πέντε χρόνια που ήμουν στα ντουζένια μου!
(Από το διαδίκτυο)
«Η δεκαετία του 80 τα είχε όλα: Τελειωμένους sooulάδες, punkia στα ντουζένια τους, ροκάδες σε απόλυτη σύγχυση και μια αλήστου μνήμης… ποπ λαίλαπα!»
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Λέξη που χρησιμοποιείται στον γραπτό λόγο, ώστε να διακρίνεται το αρχικό φωνήεν e- (= electronic), αντί του Ε- της γνωστής λέξης Ελληνάρας.
Πρόκειται για τον εθνικά υπερήφανο Έλληνα χρήστη του ίντερνετ που ξημεροβραδιάζεται λογομαχώντας/βρίζοντας ηλεκτρονικούς «πατριώτες» άλλων εθνικοτήτων, επιχειρηματολογώντας με αδιάσειστα παραϊστορικά στοιχεία σχετικά με την ανδροπρέπεια του Λεωνίδα, το βάρος του μορίου των ηρωικών τσολιάδων, το παχύ μουστάκι του Γρίβα Διγενή, τον μελωδικό βόμβο «τεριρέμ» που βγάζουνε τα Χαννεμπού του Λιακόπουλου κτλ...
(Από το περιοδικό «Ε» της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας)
Πριν από τις ιντερνετομαχίες για το «Μακεδονικό» , είχαμε εκείνες με τους Τούρκους. Τα δελτία φρικιούσαν. «Οι Τούρκοι λένε ότι ο Μεγαλέξανδρος ήταν gay!» και κάποιοι e-λληναράδες απαντούσαν: «Γιατί; Ο Κεμάλ δεν ήταν;»
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Από το αγγλικό pose (= κάνω επίδειξη):
(1) Η πράξη που γίνεται με επιδεικτική υπερβολή και αποσκοπεί στο να τραβήξει την προσοχή των άλλων. Όταν π.χ. κάποιος σφίγγει το ποντίκι για να κοιτάξει το ρολόι του, έχουμε μια ποζεριά καραμπινάτη...
(2) Ποζεράδικο τραγούδι, δηλαδή τραγούδι poser συγκροτημάτων που έχουν σαν χαρακτηριστικό τη σαχλή μουσική και στίχους (κάτι σαν ελαφρολαϊκό σε 80s μέταλ), το ανδρικό μακιγιάζ και την κατάχρηση της λακ... Παραδείγματα: Cinderella, Jon Bon Jovi, Motley Crue, Ratt, Poison κτλ (βλέπε φωτογραφίες, αλλά και το λήμμα ποζεράς).
- Ρε τον σκατόφλωρο, έβαλε τη δικιά μου στο κάμπριο δήθεν για να την πετάξει σπίτι και άρχισε τις κωλιές και τα μπαντιλίκια...
- Λες να ψάρωσε με τις ποζεριές του;
- Δεν ξέρω ρε φίλε, αλλά μου τη σπάει πολύ και τον βλέπω να τρώει κάνα ταβερνόξυλο ο χλεχλές...
- Λοιπόν εγώ στο Wizard δεν ξαναπατάω... Σιχάθηκα τη ζωή μου με τις ποζεριές που έπαιζε εκεί μέσα!
Δες και -ιά.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified