Αυτός που είναι μεθυσμένος.
- Ήρθε μέσα στο μαγαζί ο Νίκος και ήταν τελείως γκολ.
Got a better definition? Add it!
Published 2008-02-28 09:54:14+00:00 Last modified 2015-04-27 15:52:23+00:00
Γίνομαι / έγινα γκολ: έχω λιώσει στο μεθύσι.
Άστα δικέ μου, ήπιαμε τα ξύδια μας χθες και γίναμε γκολ.
Δες και λιάρδα.
Published 2006-12-16 15:17:23+00:00 Last modified 2015-05-09 18:29:09+00:00
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.