Καθώς το θέτει ο Ηλίας Πετρόπουλος στα Καλιαρντά (1971), σημαίνει την «άγραν επιβήτορος ανά τας οδούς», το «ψωνιστήρι στο δρόμο» εκ του τουρκικού kaldirim (=ο λιθόστρωτος δρόμος), ή θα λέγαμε η πουτανόπιατσα, όπου συχνάζουν καλντεριμιτζούδες για κάθε σεξουαλικό προσανατολισμό.
Απαπα τη ζαλίστρα την αφήνω για τη κατέ. Αυτό μου έλειπε να καταντήσω σαν κι αυτή. Όλες ίσα κι όμοια; Θα 'ρχόμανε μαρή να αβέλουμε κουσούμια αλλά μου 'χει σωθεί ο μπερντές και λέω να βγω λίγο στο καλντερίμι της χαράς μπας και βγάλω τίποτα σήμερα που είναι Σαββατόβραδο..... (Μαρίνα Ζέας αποκατέ).
«Που να κατέβει στο καλντερίμι της χαράς αξύριστη!» (Καλιαρντή κατάρα).
Στον τρόπο που διαλέγεις να πεις όχι και σε εκείνον που δέχεσαι τον πόνο
στη μόνη φίλη σου, τη λήθη, και στον μοναδικό εχθρό σου, τη λήθη
Στο καλντερίμι της χαράς που πάντα το αναζητάς και στη λεωφόρο της λύπης που ψάχνει να σε βρει. (Ποίηση εδώ).