Εκ της λέξεων τούμπα και κωλοτούμπα.

Χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει κάτι ή κάποιον που κινείται πολύ γρήγορα. Τυγχάνει ευρείας χρήσεως από μετέχοντες εις το μηχανοκίνητο άθλημα της κόντρας, όταν περιγράφουν γρήγορα αυτοκίνητα ή μοτοσυκλέτες.

- Άναψε το φανάρι και το τσίτωσα, αλλά που να τον πιάσω. Το Evo πήγαινε τουμπιώντας.

- Όταν πήρε χαμπάρι ο φλώρος ότι θα τον έσκιζα, έφυγε κωλοτουμπιώντας. Φτερά στα πόδια σου λέω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όλα πάνε στραβά , πάμε από το κακό στο χειρότερο, μας πάει πίπα-κώλο.

Έκφραση που υποδηλώνει ότι μια σειρά γεγονότων που έχουν σχέση με εμάς πηγαίνουν πολύ άσχημα και μάλιστα τόσο άσχημα όσο δεν γίνεται. Συνήθως για αυτή την 'αναποδιά' ευθύνεται κάποιο συγκεκριμένο άτομο με το οποίο συνήθως πάλι έχουμε σχέση προϊστάμενου-υφιστάμενου (φυσικά δεν είμαστε εμείς ο προϊστάμενος).

Η έκφραση αυτή ακούγεται συχνά σε στρατώνες αλλά και σε πολλές φιλελεύθερες εταιρείες.

- Δεν αντέχω άλλο ρε στραβάδι. Ο νέος διοικητής μας πηγαίνει γαμιώντας και μάλιστα χωρίς λόγο...
- Τι χωρίς λόγο βρε ηλίθιε , ξέχασες τι έκανες;
- Που να φανταστώ ρε μαλάκα ότι το τεκνό που μας την έπεσε ήταν η γυναίκα του;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να πούμε ότι κάτι πηγαίνει πολύ χάλια. Συνήθως ακολουθείται από χρονική έκφραση (π.χ. αυτή την εβδομάδα/αυτόν τον μήνα κλπ). Η απουσία του ς τονίζει τη δυσκολία της κατάστασης. Χρησιμοποιείται βέβαια και με το ς, αλλά για αναφορά σε πιο χαλαρές καταστάσεις. Για μεγάλης σημασίας προβλήματα χρησιμοποιείται ο τύπος χωρίς το ς.

- Τι κάνεις Μαρία;
- Αρχίδια! Με πήγε γαμιώντα σήμερα με τον μαλάκα τον Τάκη που θέλει να του τελειώσω την εργασία χθες!
- Ποιος τον γαμάει τον Τάκη μωρέ; Γράψτον στα @@ σου και άστον να περιμένει...!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified