Απάτησε. Κεράτωσε.
Για κάποιο λόγο, λέγεται με αυξημένη δόση χαιρεκακίας.
Συγγενή λήμματα: κερατάς, κέρατο
- Ωραίο ζευγάρι ο Ντίμης και η Ντενίζ ...
- Αααχ, ματάκια μου ... κι αν ήξερες ... τάρανδο τον έχει κάνει ... δεν χωράει να περάσει απ' την πόρτα ... αλλά έτσι είναι αυτές οι ξένες, δεν έχουν τσίπα ...