Μπάτσος. Ιστορικά, προέρχεται από την παλιά (εποχή «είμαι μάγκας & κυκλοφορώ με το ένα μανίκι του σακακιού μου αφόρετο να σέρνεται») μάγκικη έκφραση υπαρξιακής αγωνίας «μπας κι είναι εδώ; μπας κι είναι εδώ;»

(Πολύ παλιός & άρα αδόκιμος όρος για παράδειγμα.)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο νεοσύλλεκτος στον στρατό.

«Απολύομαι ψαρούκλες, τα μαλλιά μου κάνω μπούκλες»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μέσον, ο γνωστός ή ο γνωστός του γνωστού που συνήθως κάνει τα πράγματα να κυλήσουν στην Ελλάδα για να γίνει η δουλειά σου ή για να ωφεληθείς σε μια κατάσταση.

-Άστα ρε φίλε, πήρα μετάθεση στον Έβρο. -Καλά, δεν έχεις κανένα δόντι να σε φέρει Αθήνα να είσαι μες στο σπίτι σου;

Αν του κάτσεις, μετά τον έχεις δόντι. Δώσε βάση στο νοήμα. (από Galadriel, 07/03/09)

Βλ. και άκρη, βύσμα, κονέ, χαυλιόδοντας. Σχετικά: ρουσφέτι, bluetooth

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα «όργανα» της παλιάς χωροφυλακής (πριν το 80). Δεν τους χώνεψαν ποτέ της αστυνομίας.

Ρε θυμάσαι τους μπασκίνες παλιά πως ήταν... τώρα μας το παίζουν αστυνόμοι και μαλακίες τα ζώα.

Got a better definition? Add it!

Published

Χρησιμοποιείται υποτιμητικά για να περιγράψουμε τους έχοντες επάγγελμα τον στρατό. Πιο συχνά για να περιγράψουμε τους επαγγελματίες οπλίτες (Επ.Οπ.) ή τους πενταετούς θητείας.

- Τι κάνει η άλλη; Την βλέπεις καθόλου;
- Άσε, από την στιγμή που έμπλεξε πάλι με τον καραβανά ούτε φωνή ούτε ακρόαση.

Βλ. και καραβανάδες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αρχαιότερος στον λόχο στρατιώτης, μετρά λίγες μέρες απόλυσης.

Συνώνυμο: λέουρας.

- Είδες τις υπηρεσίες σήμερα; Έβαλαν γερμανικό τον Δημητρίου. - Ποιον ρε τον παλιό; Άμα το δει θα τον ξεσκίσει τον νέο τον επιλοχία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι στρατιώτες που κατετάγησαν την ίδια ημερομηνία. Λέγεται και χαριτολογώντας μεταξύ 2 φαντάρων όχι της ίδιας ΕΣΣΟ.

  1. - Τι σειρά είσαι εσύ;
    - 270.
    - Έλα ρε, μαζί θα απολυθούμε!

  2. Ρε σειρά, όταν τελειώσεις με την εφημερίδα, δώσ' την και από δω λίγο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο νέος φαντάρος στη μονάδα.

-Ποιος θα πάει μαγειρεία απόψε;
-Βάλε τον Δημητρίου τον νέοπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο νέος φαντάρος στη μονάδα.

Ρε Στραβόγιαννε πού πας; Το καψιμί είναι στο δίπλα κτίριο!

Συνώνυμα: ποντίκι, νιάτο, Νεοκλής, νέοπας, νέοψ, κωλόψαρο, σκουίζ, στραβογαλάς, στραβόγαλο, ψαροκασέλα, στραβάδι, γκαβάδι, γκάβακας, γκάου-μπίου.

Χαρακτηρισμοί με κύριο όνομα για συνθετικό: αστραπόγιαννος, βιαστικοθοδώρα, βουβαντώνης, γυναικοθόδωρος, λωλοστεφανής, μαλακαντρέας, μαλακαντώνης, μουγγοθόδωρος, ντελημπάσχος, ντελήσαββας, παστρικοθοδώρα, στραβόγιαννος, τρελαντώνης, τρεμολάζαρος, τρομπογιώργης, τρυπαντωνάκης, ψευτοθόδωρος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο νέος φαντάρος στη μονάδα.

Κωλόψαρο θα πήξεις στην αγγαρεία!

Got a better definition? Add it!

Published