Η συσκευή που ψήνει καφέ ή άλλα τινά.

Σλανγκιστί σημαίνει άλλο ψήσιμο: το καλόπιασμα, την ψιλοεκβιαστική διπλωματία, το πέσιμο στον άλλον μπας και τον πείσουμε να κάνει κάτι για μας, επίσης το καμάκι (επειδή ψήνουμε τη γκόμενα μήπως μας κάτσει), τεσπα το κουραστικό μπίρι-μπίρι προς κάποιον προκειμένου αυτός να κάνει ό,τι του υποδεικνύουμε.

  1. Ο Πατρίς Εβρά ξεκίνησε το... ψηστήρι, προκειμένου να πείσει τον Σαμίρ Νασρί να συνεχίσει την καριέρα του στην Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και όχι στην συμπολίτισσά της, Σίτι, που μοιάζει να έχει τον πρώτο λόγο...

  2. «Ψηστήρι» σε Ρεν και Γιούνκερ πριν το Eurogroup Οικονομικά Θέματα.

  3. Άσε το ψηστήρι, ακόμα δε μπήκε η κοπέλα!!!

  4. Ο Γιαννάκης (Ζαμπέτας)

Γιαννάκη ομορφόπαιδο
Γιαννάκη λεβεντόπαιδο
παμπόνηρε και παραμυθατζή
Με το παραμύθι σου την έκανες την τύχη σου
και το ψηστήρι σου φιγουρατζή

όλα από το δίχτυ

Στην αρχή το λέει ο δεξιο-τέχνης Γ. Ζαμπέτας. (από Khan, 12/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατάκα από σύντομο ανέκδοτο που έχει περάσει στην καθομιλούμενη, είτε σαν χοντράδα από αποτυχημένα καμάκια, είτε ως αστεϊσμός ιδίως σε ανδροπαρέα για ασαράντιστους.

Συνήθως δε, προσθέτουμε ενδιάμεσα και κάτι ακόμη πιο σαχλό για να δέσει το γλυκό, όπως «πιες ένα ποτό» ή «δες την συλλογή γραμματοσήμων μου». To «πάμε σπίτι μου», που θα έπρεπε να προηγείται, παραλείπεται ή υπονοείται.

  1. (σκηνή από Greek καφετέρια. Αυτή πιπίνι τριζάτο, αυτός βερμουδιάρης χλέμπουρας)
    - Μωρό, πάμε για ένα ποτάκι μετά...;
    - Α μπα*, έχω να διαβάσω για εξετάσεις…(μαζεύει τα τσαμασίρια της)
    - Έλα μωρέ μωράκι, ένα ποτάκι θα πιούμε, δεν θα σε δαγκώσω.
    - Δεν μπορώ σου λέω, με περιμένουν οι φίλες μου… (έτοιμη να φύγει)
    - Κοίτα, έλα, πίνεις ένα ποτό, κι άμα δε σ' αρέσει ντύνεσαι και φεύγεις! - Α, να χαθείς, γελοίε! (φεύγει τρέχοντας…)
    - Πάλι μόνος σήμερα, γαμώτο… Τι να φταίει άραγες;

  2. (συνάδελφοι, Παρασκευή βράδυ μετά το γραφείο…)
    - Πάμε για μιά μπυρωίνη με τα παιδιά να κουλάρουμε, θα ‘ρθεις μεγάλε ;
    - Α μπα*, πάω σπίτι, με περιμένει η γυνή, το πυρ (γιος) και η θάλασσα (κορούλα)…
    - Έλα μωρέ για καμιά ώρα, θα έχουμε μπυροκατάσταση, δεν θ 'αργήσουμε!
    - Όχι σου λέω, είναι μπερδεγουέη η φάση (και θα ξενυχτήσω και στο slang.gr…)
    - Έλα ρε συ, πιες ένα ποτό, κι άμα δε σ' αρέσει ντύνεσαι και φεύγεις!
    - (το σκέφτεται, και για να μην τον περάσουν και για μάπα…) Καλά τότε, για ένα ποτάκι μόνο, ε ;

*@ φίλε Gatz ούτε εδώ υπάρχει αναφορά στους ΑΒΒΑ…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το καμάκι, συνήθως με περίεργο ή ανορθόδοξο τρόπο. Κλιμακώνεται από το χοντρό πέσιμο («σε αγαπάω», «θέλω να σε παντρευτώ», «είσαι η γυναίκα της ζωής μου», «πρέπει να με πιστέψεις») μέχρι το ελαφρύ πέσιμο («σου αρέσουνε οι λουκουμάδες;», «ωραίος καιρός σήμερα ε;», «συγγνώμη, τι ώρα είναι;»), με πάρα πολλές τεχνικές και παραλλαγές.

Ειδική κατηγορία είναι το οργανωμένο ομαδικό πέσιμο.

- Τι έλεγε η Σίφνος;
- Τίγκα στις γυναικοπαρέες...
- Κανά πεσιματάκι;
- Ναι ρε, εννοείται, τι περίμενες; Να καθόμαστε και να τις κοιτάμε σαν όλους τους μαλάκες;

Δες και την πέφτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified