Πευκοβελόνα, στην σλανγκική των τακτικών επισκεπτών του Ο.ΚΑ.ΝΑ., είναι η βελόνα της σύριγγας με την οποία γίνεται η ενδοφλέβια χρήση ναρκωτικών ουσιών, πράξη γνωστή ως σουτάρισμα. Η λέξη προέρχεται από το φύλο του Πεύκου το οποίο έχει τη μορφή βελόνας.

Πευκοβελόνες βρίσκουμε άφθονες σε πάρκα (pun intended).

Μερσί στον knasso :-)

- Κοίτα 'κει ρε μαλάκα! Ο τύπος βγάζει αβέρτα την πευκοβελόνα μπροστά στον κόσμο!
- ... Γάμησε τα, κατάντια φίλε μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τηλεχειριστήριο κάποιας συσκευής, π.χ. τηλεόρασης. Χρησιμοποιείται για να «κουμαντάρει» την εκάστοτε συσκευή εξ αποστάσεως.

Φέρε 'δω το τηλεκουμάντο γιατί αυτά που βάζεις δε βλέπονται με τίποτα... Θα κάνω εγώ πρόγραμμα...

(από protnet, 29/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified