Α. Δυναμώνω.

  1. -καλή η γράμμωση του σώματος μα καλύτερη η γράμμωση του πνεύματος
    -γι αυτό κ εγώ γραμμώνω το πνεύμα και έχω κ την κοιλίτσα μου (εδώ)

Β. Αντί να πληγώ ή να λουφάξω από επιθετική ενέργεια/στάση/συμπεριφορά, πωρώνομαι, θωρακίζομαι και τελικά ισχυροποιούμαι, μοτιβαρισμένος από την επίθεση.

~ Προέρχεται από την έκφραση των μποντιμπιλντεράδων, "είμαι στη γράμμωση".
~ Καμία σχέση με το ιατρικό γραμμώνω και το αριστερίστικης προέλευσης γραμμώνομαι που, παρεμπιφτού, έχει πλέον ευρύτερη χρήση.

  1. Γράμμωσέ μας Γιάννη! (Πρετεντέρη) (εδώ)

  2. -Τις πιο μεγάλες παπαριές δεν τις ακούσαμε ακόμα.
    -Άντε, ξεκίνα.
    -Το μόγγολο που θεωρεί τη γκέι σλανγκ ομοφοβία και συγχέει την κλιμακα με το κλειδι μιλάει για παπαριές
    -Δικαιολογείται. Όποιος συναγελάζεται περισσότερο από μία μέρα με ακροδεξιά σαμαροτρόλ χάνει 60% του iq του.
    -Όποιος χαριεντίζεται με ακροδεξιούς δεν έχει και δεν είχε ποτέ iq.
    -Να μιλάτε για τον εαυτό σας αγαπητοί εγώ με δαύτους τώρα γραμμώνω τραπεζοειδείς. (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογοπαίγνιο με τον αόριστο κιότεψα (ρ. κιοτεύω) και την λέξη κότα. Και οι δυο λέξεις σημαίνουν δειλία, έλλειψη θάρρους. Το αποτέλεσμα είναι οτι, με την χρήση της λέξης 'κότα' μεταφορικά, οπτικοποιείται η έννοια της 'δειλίας' στην οποία παραπέμπει το ρήμα, κυριολεκτικά.
Δηλαδή βγάζοντας ένα ι απ' το κιότεψα, είσαι και φαίνεσαι κότα λειράτη.

Χρήση γίνεται μόνο στον αόριστο.
Αντώνυμο είναι το κότησα (ρ. κοτάω), που θα πει τόλμησα.

Σημείωση: Για την πολύ ενδιαφέρουσα προέλευση των λέξεων κότα, κοτάω, κλπ, διάβασε τα σχόλια του Hank στο λήμμα κοτάω.

  • Πάλι κότεψες; Λογικό. Είναι άλλωστε αυτό που σε διακρίνει αληταράς, λαμόγιο αλλά και κοτούλα! (εδώ)

  • Κότεψα και ούτε ένα ρημάδι σεσκέφτομαι δεν μπορώ να γράψω. (εδώ)

  • Ευτυχώς που δεν ξέρω το σαβουάρ βιβρ του καμακιού σε σούπερ μάρκετ και κότεψα, αλλιώς θα'τρωγα ξύλο από το γκόμενό της στο διπλανό διάδρομο.

Βλ. και κοτεύω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified