Ὁ ψηφίζων σαβουροϋποψήφιο, πάντοτε κατὰ τὴν ὑποκειμενικὴν γνῶμιν τοῦ σχολιάζοντος.

Ἡ ἀναλογία μὲ τὸ σαβουρογάμης εἶναι πιστεύω προφανής.

- Ποιός τὸ ψηφίζει αὐτὸ τὰ σούργελο, ρέ;
- Καὶ ὅμως φίλτατε, ὑπάρχουν πολλοὶ σαβουροψήφηδες.

(Στιχομυθία γενομένη παρουσίᾳ μου, τὸ βράδυ τῆς 4/10/09, ἐπὶ τῇ θέᾳ τῶν ὀπισθίων ἀτυχεστάτης γνωστῆς Εὐρωβουλευτοῦ καὶ πρώην ὑπουργοῦ, εὑρεθείσης παρὰ τῷ (τῇ στιγμῇ ἐκείνῃ ἀκόμη) Πρωθυπουργῷ, εἰς τὸ Ζάππειον).

Σαβουρουποψήφιος (από GATZMAN, 07/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που γαμάει ό,τι βρει μπροστά του, ακόμα και αυτούς ή αυτές που δεν βλέπονται.

- Ρε αυτός πήγε με το μπάζο την Μαρία.
- Καλά, δεν ξέρεις τι σαβουρογάμης που είναι;

Και σαβουρομπήχτης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified