Αυτός που γαμάει ό,τι βρει μπροστά του, ακόμα και αυτούς ή αυτές που δεν βλέπονται.
- Ρε αυτός πήγε με το μπάζο την Μαρία.
- Καλά, δεν ξέρεις τι σαβουρογάμης που είναι;
Και σαβουρομπήχτης.
Got a better definition? Add it!
Ασφαλής τρόπος για να μιλήσετε για σεξ χωρίς να το καταλάβει τρίτος (λέμε τώρα...).
Τι έγινε μεγάλε, φάγαμε κρέπα χτες;
Got a better definition? Add it!
Η τύπισσα η οποία:
1. δεν βρίσκει χαρά στα σκέλια της και που
2. κλαίγεται συνεχώς γι αυτό.
Άσ' την αυτήν, μια παλιο-αγάμητη κλαψομούνα ειναι.
Got a better definition? Add it!