Further tags

Κατάσταση που συναντάται συχνά σε φοιτητές που μαζεύονται σε ένα σπίτι και πίνουν μπάφους όλο το βράδυ.

Εκτός από το συνεχές στρίψιμο και κάπνισμα, συχνά απασχολούνται με ασχολίες που δεν απαιτούν σκέψη, όπως η παρακολούθηση τηλεόρασης (συνήθως ηλίθιων εκπομπών και όχι ταινιών), μουσικής και πιο συχνά από όλα λιώσιμο στο playstation.

Αναφέρεται και ως λιώσιμο ή άραγμα.

- Θα έρθεις το βράδυ στον Μιχάλη, ψώνισε σήμερα και έχουμε κανονίσει να μαζευτούμε για μπαφοκατάσταση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μάρκα τσιγάρων του μεγάλου τρακαδόρου. Προκύπτει από το:

τράκα + Παπαστράτος = Τρακαστράτος

Βλ. και Απόλλων.

-Φέρε ένα τσιγαράκι ρε φιλαράκι... -Άντε πάρε πάλι. Και τώρα που το σκέφτομαι, δεν έχω δει ποτέ τι τσιγάρα καπνίζεις... -Ε... Τρακαστράτο μωρέ...

(από jesus, 03/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(ουσ. ουδ.): Ο καφές που σερβίρεται σε σταθμούς ΚΤΕΛ, καράβια κ.λπ.

- Άσε ρε φίλε που θα πιω το ρόφτυμα. Πιάσε μια χάινεκεν μέχρι να 'ρθει το Κτεου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τακτικό κάπνισμα μπάφου με σκοπό την επίτευξη νέου ρεκόρ μπάφων που πίνονται σε μία σεζόν.

Πάμε για μπάφκετ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified