Τοπική λέξη από χωριό της Αρκαδίας. Χρησιμοποιείται για αυτούς που ξυπνούν αργά και πάνε στη δουλειά τους όποτε τους καβλώνει, κατά το μεσημεράκι δηλαδή.

- Τι ώρα πήγε ρε;
- 12.30.
- Ο μαλάκας ο Γιώργος πού είναι;
- Έλα μωρέ αφού τον ξέρεις... Καβλομεσημέρης είναι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λιγότερο γνωστή μετάλλαξη του μαλακιστηριού.

Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του:

  • Προκαλεί συχνότερα γέλωτα,
  • Χρησιμοποιείται και από άτομα μέσης ηλικίας,
  • Κάνει ομοιοκαταληξία με τις λέξεις μύδι, στρείδι, αρχίδι και απίδι,
  • Ταιριάζει άψογα σε παιδιά μικρής ηλικίας αλλά και σε γέροντες.
  1. - Μάνα πεινάω.
    - Περίμενε και σε λίγο θα φάμε βρε μαλακίδι!

  2. (Απευθύνεται σε κάποιον ο οποίος διέπραξε κάποια ανόητη και ασυγχώρητη ζημιά, π.χ. έχυσε τον φραπέ του.)
    - Τι έκανες εκεί ρε μαλακίδι ανιστόρητο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified