Further tags

Το άτομο που έχει προσληφθεί απο νυχτερινό κέντρο για να θεωρείται ως (περιστασιακά) υπέυθυνο. Σε περίπτωση ελέγχου απο την αστυνομία, πάει στο αυτόφωρο.

- Και αν έρθει η αστυνομία τι γίνεται;
- Κάθε μαγαζί έχει και τον αυτοφωράκια του... Μην ανησυχείς...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκάβακας + ericcson. Στον στρατό, ο νέος φαντάρος που είναι όλη την ώρα μ' ένα κινητό και κλαίγεται στην κοπέλα ή την οικογένειά του.

Κοίτα ρε τον γκάβακσον, όλη την ώρα με 1 κινητό στο χέρι είναι και ρωτάει μαλακίες. Δεν τον βλέπω να βγάζει τον μήνα το τυπάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Aυτός που δέχεται εύκολα τάπα.

- Έριξα μια τάπα στον Τάσο σήμερα, τον ξεφτίλισα τον ραπά.
- Αφού το παιδί είναι τάπαμπλ, τι περιμένεις;

Από τον μπασκετικό ορισμό τάπα και την αγγλική κατάληξη -able, που δηλώνει ικανότητα για κάτι (π.χ. DVD rewritable).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κακομοίρης ο οποίος θέλει να μοιράζεται την κακομοιριά του, ο καρμίρης.

- Τι είναι αυτός ο Νίκος... Όλο «δεν έχω λεφτά, δεν έχω γκόμενα, δεν έχω ρόδα»... Πολύ μιρμίρης.

Προφανώς βγαίνει από το μιρ-μιρ που δηλώνει γκρίνια, όπως ακριβώς και το μουρμούρης από το μουρ-μουρ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο το οποίο χαρακτηρίζεται από μειωμένη αντίληψη των όσων συμβαίνουν γύρω του.

- Α ρε πουθενάδες όλοι σας! Μισή ώρα σας φώναζα και κανείς σας δεν με πήρε χαμπάρι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο επιστήμονας στο είδος του.

Ο ξετσίπωτος, που δεν δίνει λογαρισμό σε κανέναν, δεν ενδιαφέρεται για τίποτα και κανέναν, ο ξεδιάντροπος (κοινώς σταρχιδιστής) που έχει ανάγει την τέχνη του σε επιστήμη* διαφημιζοντάς την γεμάτος περηφάνεια.

(*σταρχιδισμός)

  1. - Τι έκανες σήμερα;
    - Μελέτούσα πάλι Σταρχιμήδη ...

  2. - Τι παριστάνεις εκεί και κάθεσαι όλη μέρα, τον Σταρχιμήδη;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοινώς, με πέτυχε στ' αρχίδια.

Ύστερα από σουτ η μπάλα χτυπάει τ' αρχίδια του αντιπάλου.
-Καλά ρε μάλακα... τι σταρχιδοβόλος που είσαι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή γυναικοδιώχτης... είναι ο άνθρωπος που είναι αποκρουστικός, ή εντελώς αδιάφορος για τις γυναίκες. Επίσης είναι κάτι αφηρημένο, μια ιδιότητα που έχει κάποιος.

  1. - Όχι ρε, μην πάρεις τηλέφωνο τον Πάνο. Είναι γκομενοδιώχτης. Δεν θα μας πλησιάσει καμία όλο το βράδυ!

  2. - Δεν καταλαβαίνω γιατί όλες με αγνοούν... Τον γκομενοδιώχτη έχω πια;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Χαρακτηρισμός ο οποίος προσάπτεται σε πρόσωπο, αντικείμενο ή κατάσταση και δηλώνει ότι κάτι μας βρίσκει παραπάνω από σύμφωνους και πως το επικροτούμε.

  2. Πρόσωπο το οποίο δεν παραλείπει σε οποιαδήποτε περίσταση να κάνει επίδειξη (βλ. πουλάω μούρη) της οικονομικής του ευμάρειας.

  1. α)-Πώς με κόβεις με το καινούριο παπί; -Χλιδάντερος! Μιλάμε για τρελή μουνοπαγίδα!

β)-Σκέφτομαι να κάνω κατάληψη στο εξοχικό με την Ποπάρα... Λέγαμε να ρθείτε κι εσείς,τί λες;
-Χλιδάντερο!... Φίνα θα περάσουμε!

  1. -Κοίτα ρε τον πούστη τον Γιώργο... Έχει δυο φράγκα παραπάνω και τσιμπάει όποιο γκομενάκι του γυαλίσει.
    -Είδες; Το παίζει χλιδάντερος για να μας τη σπάει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φλώρος ή λάκης ή λαλάκης ή φιρφιρής ή τσιχλιμπίχλης.

Τι φλωριές είναι αυτες που ακούς πάλι ρε παλιοχλεχλέ;;

(από joe909, 13/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified