Further tags

Παλιακός όρος, συνήθως χρησιμοποιούμενος στο Δημόσιο Τομέα, από Τμηματάρχες, Διευθυντές κλπ και χρωματισμένος με ελαφρώς υποτιμητικό τόνο, όχι βέβαια όσο ο σύγχρονος όρος "Διοικητικοί".Το "Παιδί" χρησιμοποιείτο για κλητήρες, θυρωρούς κλπ βοηθητικά στελέχη τα οποία συχνότατα ήταν άνω των 50 ετών. Απαντάται ακόμα σε υπηρεσίες όπως τα Δασαρχεία και οι Αγροτικοί Συνεταιρισμοί.

- Τι θα γίνει ρε Γιαννάκη; Τις ετοίμασες επιτέλους εκείνες τις καταστάσεις; - Μάλιστα, κύριε Γενικέ. Τις στέλνω αμέσως με ένα Παιδί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθης χαρακτηρισμός για πρόσωπο που τα χαρακτηριστικά του δεν συνάδουν με την πάγια τακτική ή συμπεριφορά της ομάδας στην οποία, συνήθως χωρίς επιλογή, ανήκει. Συνήθως χρησιμοποιείται στο Δημόσιο Τομέα, για άτομα/πρόσωπα που εναντιώνονται στα συμφέροντα της «Ομάδας». Μπορεί να χρησιμοποιηθεί πριν από την γνωστή φράση «Ήρθαν τα ήμερα να διώξουν τα άγρια»

Μεγάλο φρούτο ο καινούργιος προϊστάμενος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποτελεί έργο όχι σημαντικό και πιθανώς γίνεται – ολοκληρώνεται καταναγκαστικά, χωρίς δηλαδή να το θέλει ο κύριος του έργου ή ακόμα και αυτός που το υλοποιεί. Παλαιότερα τα πάρεργα δινόντουσαν για υλοποίηση σε υπαλλήλους/εργαζόμενους χαμηλότερης διοικητικά-μορφωτικά, κατάστασης αφού εξ’ ορισμού αποτελούσαν «αναγκαστικές αγγαρείες».

Δεν με νοιάζει τι κάνει ο τάδε προϊστάμενος, αυτό που κάνει αποτελεί πάρεργο για την εταιρεία.

Δεν μπορεί να καταλάβει ότι ασχολείται με πάρεργο, τόσο βλάκας είναι.

Του έλεγα ότι κάνει πάρεργο αλλά αυτός το είχε πάρει πολύ θερμά. Δεν έχει καταλάβει ακόμα ότι οι ΔΧ είναι πάρεργο του Κ/λογίου.

Got a better definition? Add it!

Published

Σλανγκ μεταξύ των Ελλήνων των Βρυξελλών. Περιγράφει τον/την υπάλληλο των διεθνών οργανισμών που εδρεύουν στην πόλη, κυρίως της ΕΕ αλλά και οργανισμών-δορυφόρων της. Ο όρος έχει μια δόση απαξίωσης, διότι ειρωνεύεται τον ιδρυματισμό και καριερισμό των ευρωυπαλλήλων, και μια δόση μομφής για τους αισθητά καλύτερους όρους εργασίας τους σε σχέση με άλλους κλάδους. Επίσης, υπάρχει στον όρο και ένας τόνος ειρωνείας μπροστά στην υποστήριξη (προσποιητή ή μη) των ευρωπιόλων στα πολιτικά/ιδεολογικά κάθε φορά προτάγματα της ΕΕ.

1) - Ευτέρπη, χάρηκα! Είμαι καινούργια στις Βρυξέλλες.
- Γεια σου Ευτέρπη! Ποιο είναι το DG σου;
- Τί είναι DG;
- Α δεν είναι ευρωπιόλα ε;

2) - Γιατί έχει τόσο κόσμο αυτό το μαγαζί;
- Είμαστε κοντά στο Ευρωκοινοβούλιο, είναι όλοι ευρωπιόλοι αυτοί

Got a better definition? Add it!

Published

Χρησιμοποιείται κυρίως από το βαθύ δημόσιο (Παλαιό ΠΑΣΟΚ) για να ορίσει το μην ασχολείσαι (ή και τέλος)

Bill, nothing to worry...θα τους στείλω 2 σχόλια για 2 specs και τάβλα..

Got a better definition? Add it!

Published

Χρησιμοποιείται κυρίως από το βαθύ δημόσιο για να δηλώσει επικοινωνία με πρόσωπο το οποίο έχει τις κατάλληλες διασυνδέσεις αλλά δεν μπορεί να αναφερθεί. Επίσης σε περίπτωση που χρειαστεί να βγεί απο την μέση (βλέπε θα παίζει Subbuteo στο λιμάνι του Πειραιά) δεν θα τον αναζητήσει κανείς

Θα βάλω να μιλήσει μαζί του ο χωρίς οικογένεια, είπε ότι τον γνωρίζει, εαν πάλι δεν δουλέψει όπως πρέπει δεν θα μας δημιουργήσει κανένα πρόβλημα...

Ομοιότητες με "Το Χωρίς οικογένεια" του Εκτόρ Μαλό είναι μάλλον τυχαιες

Got a better definition? Add it!

Published

Να μην μπερδευτεί με το αντίστοιχο λήμμα ρέστος

Μέρος του ειδικού λεξικού του δημόσιου , χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι πήρα μόνο τα ψιλά από το έργο , δηλαδή τα ρέστα (λόγο ιδιωματισμού τα ρέστα δεν περιγράφουν ακριβώς την κατάσταση , το ρέστο δηλώνει κατάντια )

Ποιο κομμάτι πήρες από αυτό το έργο του δημοσίου ; - Τίποτα δεν έμεινε, πήρα το ρέστο, το κατακάθι

Got a better definition? Add it!

Published

Αργκό δημοσίου

Γέφυρα για τον δημόσιο τομέα είναι το σωστό πρόσωπο που θα κάνει την σύνδεση ψηλά

Τον διευθυντή της υπηρεσίας Χ τον γνωρίζεις ; - Όχι - Γιατί δεν παίρνεις τον Κώστα να κάνει την γέφυρα ;

Got a better definition? Add it!

Published

Περνάω έγγραφα και δικαιολογητικά από τα Κέντρα Εξυπηρέτησης Πολιτών για σφραγίδες, επικυρώσεις και άλλα άχρηστα γραφειοκρατικά. Βλ. ΚΕΠαρισμένο έγγραφο.

Πριν καταθέσω τα δικαιολογητικά πρέπει να τα KEΠάρω πρώτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίθετο που χαρακτηρίζει έγγραφο ή δικαιολογητικό που έχει περάσει από Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών (ΚΕΠ) για επικύρωση φωτοαντιγράφου, σφραγίδες κλπ.

Μην ξεχάσεις όλα τα δικαιολογητικά που θα καταθέσεις συνημμένα με την αίτησή σου να είναι ΚΕΠαρισμένα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified