Ο στεγάς, αυτός που κατασκευάζει ή επισκευάζει στέγες, στα Ελληνοαμερικάνικα. Απο το «roof» (στέγη) και το «φκιάνω».
-Μετά τα τελευταία μπηλοζήρια στάζει το ταβάνι. -Οκέυ. Θα φωνάξω το ρουφιάνο να το φκιάσει.
Got a better definition? Add it!
Published 2015-03-22 17:04:56+00:00 Last modified 2015-05-02 19:35:50+00:00
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.