Κάτι το οποίο γουστάρουν οι πούστηδες (κατά το «γουστόζικο»).
Κρίστο: - Αχ καλέ, τι ωραίο συνολάκι είναι αυτό; Σου κάνει ωραία οπίσθια!!! Τρύφων: - Ε ναι χρυσό μου, είναι και πολύ πουστόζικο!!! Καρ καρ καρ καρ!!!
βλ. και πουστάρω
Got a better definition? Add it!
Published 2011-06-13 22:40:31+00:00 Last modified 2011-06-14 06:43:04+00:00
Η λούγκρα.
λούγκρα + Λουκρητία = λουγκρητία.
-Κοίτα το Λέλο τη λουγκρητία ρε. Κρίμα τον πατέρα του που κέρναγε στα καφενεία κι έλεγε «έκανα γιο ρε!». Τσκ τσκ...
Published 2007-05-26 01:55:58+00:00
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.